3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ουδεμία, ουδέν (AM [[οὐδείς]], οὐδεμία, [[οὐδέν]], Α αρσ. και [[οὐθείς]], ουδ. και [[οὐθέν]])<br />(αόρ. αντων. που κλίνεται [[κατά]] το <i>εἷς</i>, <i>μία</i>, <i>ἕν</i>)<br /><b>1.</b> [[ούτε]] [[ένας]], [[κανένας]] («οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ουδέν</i><br />κανένα [[πράγμα]], [[τίποτε]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «οὐδὲν ἧττον» — [[ουδόλως]] ολιγότερο<br /> | |mltxt=ουδεμία, ουδέν (AM [[οὐδείς]], οὐδεμία, [[οὐδέν]], Α αρσ. και [[οὐθείς]], ουδ. και [[οὐθέν]])<br />(αόρ. αντων. που κλίνεται [[κατά]] το <i>εἷς</i>, <i>μία</i>, <i>ἕν</i>)<br /><b>1.</b> [[ούτε]] [[ένας]], [[κανένας]] («οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ουδέν</i><br />κανένα [[πράγμα]], [[τίποτε]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «οὐδὲν ἧττον» — [[ουδόλως]] ολιγότερο<br /> | ||
|<b>νεοελλ.</b> <b>φρ.</b> α) «επ' ουδενί (λόγῳ ή τρόπῳ)» — με κανέναν τρόπο, ό,τι κι αν συμβεί<br />β) «κατ' ουδένα τρόπο» — [[καθόλου]], [[ουδόλως]]<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδ. ως αρν. [[μόριο]]) [[οὐδέν]]- δεν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μηδαμινός]], [[τιποτένιος]], [[ανάξιος]] λόγου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) κανένα [[μέρος]]<br />β) (και για πρόσ.) το [[μηδενικό]] («[[οὐδέν]] εἰμι», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) [[μηδαμινότητα]]<br />δ) (στην αριθμητική) [[μηδέν]]<br />ε) (στον Δημόκρ.) [[ονομασία]] του κενού και του απείρου<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[ουδόλως]], [[διόλου]] («ἰδὼν ὁ [[Πιλάτος]] ὅτι οὐδὲν | |<b>νεοελλ.</b> <b>φρ.</b> α) «επ' ουδενί (λόγῳ ή τρόπῳ)» — με κανέναν τρόπο, ό,τι κι αν συμβεί<br />β) «κατ' ουδένα τρόπο» — [[καθόλου]], [[ουδόλως]]<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδ. ως αρν. [[μόριο]]) [[οὐδέν]]- δεν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μηδαμινός]], [[τιποτένιος]], [[ανάξιος]] λόγου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) κανένα [[μέρος]]<br />β) (και για πρόσ.) το [[μηδενικό]] («[[οὐδέν]] εἰμι», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) [[μηδαμινότητα]]<br />δ) (στην αριθμητική) [[μηδέν]]<br />ε) (στον Δημόκρ.) [[ονομασία]] του κενού και του απείρου<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[ουδόλως]], [[διόλου]] («ἰδὼν ὁ [[Πιλάτος]] ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «οὐδεὶς [[ὅστις]] οὐ», «οὐδὲν ὅτι οὐ» — [[καθένας]], καθένα<br />β) «[[ὅστις]] [[οὐδείς]]» — [[ούτε]] [[ένας]], [[κανένας]]<br />γ) «τὸ οὐδ' [[οὐδέν]]» — απολύτως [[τίποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐδέ]] <span style="color: red;">+</span> <i>εἷς</i> (<b>πρβλ.</b> [[μηδείς]]). Η αρνητική [[αντωνυμία]] με σημ. «[[κανένας]]» ήταν στον Όμηρο και στην ιων. διάλ. [[οὔτις]], [[μήτις]]. Από την ομηρική όμως [[εποχή]] σχηματίστηκε ο [[εκφραστικός]] τ. [[οὐδείς]], που χρησιμοποιήθηκε [[ευρέως]] στην αττ. διάλ. Κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα η αττ. χρησιμοποίησε τον τ. [[οὐθείς]], [[καθώς]] το [[οὐδείς]] αναλύθηκε σε <i>οὖδ</i>' <i>εἷς</i> και το -<i>δ</i>- δασύνθηκε]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |