Anonymous

πτῶμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[πτῶμα]], ΝΜΑ<br />το ανθρώπινο [[σώμα]] [[μετά]] την [[επέλευση]] του θανάτου (α. «οι δρόμοι είχαν γεμίσει πτώματα» β. «[[ὅπου]] γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ [[πτῶμα]], ἐκεῑ συναχθήσονται οἱ ἀετοί», Π. Δ.<br />γ. «Ἑλένης πτῶμ', ἰδὼν ἐν αἵματι» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] εξαντλημένος σωματικά, κουρασμένος ή εξουθενωμένος ηθικά (α. «έγινα [[πτώμα]] με αυτήν την [[αρρώστια]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[πτώση]], το [[πέσιμο]] («πίπτουσι βροτῶν οἱ πολλὰ δεινοὶ πτώματ' αἰσχρά», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ηθική]] [[κατάπτωση]] («ὦ τοῦ μεγίστου πτώματος, ὦ τῆς ἀπανθρωπίας», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b>1. (σε [[οικοδόμημα]]) το πεσμένο, γκρεμισμένο [[μέρος]]<br /><b>2.</b> [[ρήγμα]] σε τοίχο<br /><b>3.</b> [[οτιδήποτε]] πεσμένο [[κάτω]] («πτώματα ἐλαιῶν»)<br /><b>4.</b> [[μέτρηση]] οφειλομένων, [[καταβολή]] χρέους<br /><b>5.</b> εξοφλητικό, [[απόδειξη]] καταβολής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πτω</i>- του [[πίπτω]] (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] της δισύλλαβης ρίζας <i>πετᾱ</i>, <b>βλ. λ.</b> [[πίπτω]], [[πέτομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
|mltxt=το / [[πτῶμα]], ΝΜΑ<br />το ανθρώπινο [[σώμα]] [[μετά]] την [[επέλευση]] του θανάτου (α. «οι δρόμοι είχαν γεμίσει πτώματα» β. «[[ὅπου]] γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ [[πτῶμα]], ἐκεῖ συναχθήσονται οἱ ἀετοί», Π. Δ.<br />γ. «Ἑλένης πτῶμ', ἰδὼν ἐν αἵματι» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] εξαντλημένος σωματικά, κουρασμένος ή εξουθενωμένος ηθικά (α. «έγινα [[πτώμα]] με αυτήν την [[αρρώστια]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[πτώση]], το [[πέσιμο]] («πίπτουσι βροτῶν οἱ πολλὰ δεινοὶ πτώματ' αἰσχρά», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ηθική]] [[κατάπτωση]] («ὦ τοῦ μεγίστου πτώματος, ὦ τῆς ἀπανθρωπίας», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b>1. (σε [[οικοδόμημα]]) το πεσμένο, γκρεμισμένο [[μέρος]]<br /><b>2.</b> [[ρήγμα]] σε τοίχο<br /><b>3.</b> [[οτιδήποτε]] πεσμένο [[κάτω]] («πτώματα ἐλαιῶν»)<br /><b>4.</b> [[μέτρηση]] οφειλομένων, [[καταβολή]] χρέους<br /><b>5.</b> εξοφλητικό, [[απόδειξη]] καταβολής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πτω</i>- του [[πίπτω]] (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] της δισύλλαβης ρίζας <i>πετᾱ</i>, <b>βλ. λ.</b> [[πίπτω]], [[πέτομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm