Anonymous

πλέως: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=πλέα, [[πλέων]] και ιων. τ. [[πλέος]], πλέη, [[πλέον]] κ. επιτ. πλεῑος, πλείη και πλῆ, πλεῖον, Α<br /><b>1.</b> [[πλήρης]], [[γεμάτος]] (α. «νηῡς πλείη βιότοιο», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «εἰδώλων δὲ [[πλέον]] [[πρόθυρον]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. πλείη δὲ καὶ [[αὐλή]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />δ. «[[τάφρος]] πλέη ὕδατος», <b>Ηρόδ.</b><br />ε. «ἔπη μωρίας πολλῆς πλέα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[πλήρης]], [[ολόκληρος]] («[[δέκα]] πλείους ἐνιαυτούς», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πλείην ἔγκυον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>πλη</i>- του [[πίμπλημι]] «[[γεμίζω]]» μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>πλη</i>-<i>jος</i> με τις [[εξής]] μεταβολές: ο τ. [[πλέως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πλη</i>-<i>jος</i> με σίγηση του -<i>j</i>- και [[αντιμεταχώρηση]] (<b>πρβλ.</b> [[λεώς]] <span style="color: red;"><</span> [[ληός]]), ενώ οι τ. [[πλέος]], <i>πλέᾱ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πλη</i>-<i>jος</i>, <i>πλη</i>-<i>jα</i> με [[βράχυνση]] του μακρού -<i>η</i>- προ φωνήεντος (<b>πρβλ.</b> [[χρέος]] <span style="color: red;"><</span> [[χρῆος]]). Οι επικοί τ. [[πλεῖος]], <i>πλείη</i>, <i>πλεῖον</i> [[είναι]] λανθασμένοι μεταχαρακτηρισμοί [[αντί]] τών ορθών <i>πλῆος</i>, <i>πλήη</i>, <i>πλῆον</i>].
|mltxt=πλέα, [[πλέων]] και ιων. τ. [[πλέος]], πλέη, [[πλέον]] κ. επιτ. πλεῖος, πλείη και πλῆ, πλεῖον, Α<br /><b>1.</b> [[πλήρης]], [[γεμάτος]] (α. «νηῡς πλείη βιότοιο», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «εἰδώλων δὲ [[πλέον]] [[πρόθυρον]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. πλείη δὲ καὶ [[αὐλή]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />δ. «[[τάφρος]] πλέη ὕδατος», <b>Ηρόδ.</b><br />ε. «ἔπη μωρίας πολλῆς πλέα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[πλήρης]], [[ολόκληρος]] («[[δέκα]] πλείους ἐνιαυτούς», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πλείην ἔγκυον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>πλη</i>- του [[πίμπλημι]] «[[γεμίζω]]» μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>πλη</i>-<i>jος</i> με τις [[εξής]] μεταβολές: ο τ. [[πλέως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πλη</i>-<i>jος</i> με σίγηση του -<i>j</i>- και [[αντιμεταχώρηση]] (<b>πρβλ.</b> [[λεώς]] <span style="color: red;"><</span> [[ληός]]), ενώ οι τ. [[πλέος]], <i>πλέᾱ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πλη</i>-<i>jος</i>, <i>πλη</i>-<i>jα</i> με [[βράχυνση]] του μακρού -<i>η</i>- προ φωνήεντος (<b>πρβλ.</b> [[χρέος]] <span style="color: red;"><</span> [[χρῆος]]). Οι επικοί τ. [[πλεῖος]], <i>πλείη</i>, <i>πλεῖον</i> [[είναι]] λανθασμένοι μεταχαρακτηρισμοί [[αντί]] τών ορθών <i>πλῆος</i>, <i>πλήη</i>, <i>πλῆον</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm