Anonymous

υφέρπω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
(44)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑφέρπω]] ΝΜΑ [[ἕρπω]]<br /><b>1.</b> σέρνομαι [[κάτω]] από [[κάτι]] και, κατ' επέκτ., σέρνομαι [[κρυφά]], [[χωρίς]] να [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]] (α. «οι στρατιώτες προχωρούσαν [[προς]] το αντίπαλο [[στρατόπεδο]] υφέρποντας [[ανάμεσα]] στην πυκνή [[βλάστηση]]» β. «οἷσιν... ὑφέρπει πικρὸς [[ὄφις]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτφ. και για συναισθήματα, λόγους, φήμες, [[δεινά]] ή και νόσους) [[επέρχομαι]] ή, [[κυρίως]], διαδίδομαι [[σιγά]] [[σιγά]] και ανεπαίσθητα (α. «η [[είδηση]] για την επικείμενη αναπόφευκτη [[ήττα]] υφέρπει στις τάξεις του στρατού» β. «φθονερὸν ὑπ' [[ἄλγος]] ἕρπει Ἀτρείδαις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο, [[φήμη]]) διαδίδομαι [[ευρέως]] («ὑφεῑρπε γὰρ πολύ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στοχεύω]] σε [[κάτι]] [[χωρίς]] να [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]] («πολλῶν θανάτων [[ἄξιος]] ὁ ὑφέρπων εὐνὴν τὴν ἐμήν», Φιλόστρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (με αιτ. προσ.) επιβουλεύομαι κάποιον<br /><b>4.</b> (στο γ' εν. πρόσ.) <i>ὑφέρπει</i><br />(με υποκ. ουσ. που δηλώνει [[συναίσθημα]] και το οποίο συντάσσεται με προσ. αντων. σε αιτ.) κυριεύει, καταλαμβάνει («χαρὰ μ' ὑφέρπει [[δάκρυον]] ἐκκαλουμένη», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[ὑφέρπω]] ΝΜΑ [[ἕρπω]]<br /><b>1.</b> σέρνομαι [[κάτω]] από [[κάτι]] και, κατ' επέκτ., σέρνομαι [[κρυφά]], [[χωρίς]] να [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]] (α. «οι στρατιώτες προχωρούσαν [[προς]] το αντίπαλο [[στρατόπεδο]] υφέρποντας [[ανάμεσα]] στην πυκνή [[βλάστηση]]» β. «οἷσιν... ὑφέρπει πικρὸς [[ὄφις]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτφ. και για συναισθήματα, λόγους, φήμες, [[δεινά]] ή και νόσους) [[επέρχομαι]] ή, [[κυρίως]], διαδίδομαι [[σιγά]] [[σιγά]] και ανεπαίσθητα (α. «η [[είδηση]] για την επικείμενη αναπόφευκτη [[ήττα]] υφέρπει στις τάξεις του στρατού» β. «φθονερὸν ὑπ' [[ἄλγος]] ἕρπει Ἀτρείδαις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο, [[φήμη]]) διαδίδομαι [[ευρέως]] («ὑφεῖρπε γὰρ πολύ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στοχεύω]] σε [[κάτι]] [[χωρίς]] να [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]] («πολλῶν θανάτων [[ἄξιος]] ὁ ὑφέρπων εὐνὴν τὴν ἐμήν», Φιλόστρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (με αιτ. προσ.) επιβουλεύομαι κάποιον<br /><b>4.</b> (στο γ' εν. πρόσ.) <i>ὑφέρπει</i><br />(με υποκ. ουσ. που δηλώνει [[συναίσθημα]] και το οποίο συντάσσεται με προσ. αντων. σε αιτ.) κυριεύει, καταλαμβάνει («χαρὰ μ' ὑφέρπει [[δάκρυον]] ἐκκαλουμένη», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}