υφέρπω
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
Greek Monolingual
ὑφέρπω ΝΜΑ ἕρπω
1. σέρνομαι κάτω από κάτι και, κατ' επέκτ., σέρνομαι κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (α. «οι στρατιώτες προχωρούσαν προς το αντίπαλο στρατόπεδο υφέρποντας ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση» β. «οἷσιν... ὑφέρπει πικρὸς ὄφις», Γρηγ. Ναζ.)
2. (μτφ. και για συναισθήματα, λόγους, φήμες, δεινά ή και νόσους) επέρχομαι ή, κυρίως, διαδίδομαι σιγά σιγά και ανεπαίσθητα (α. «η είδηση για την επικείμενη αναπόφευκτη ήττα υφέρπει στις τάξεις του στρατού» β. «φθονερὸν ὑπ' ἄλγος ἕρπει Ἀτρείδαις», Αισχύλ.)
αρχ.
1. (για λόγο, φήμη) διαδίδομαι ευρέως («ὑφεῖρπε γὰρ πολύ», Σοφ.)
2. στοχεύω σε κάτι χωρίς να γίνομαι αντιληπτός («πολλῶν θανάτων ἄξιος ὁ ὑφέρπων εὐνὴν τὴν ἐμήν», Φιλόστρ.)
3. μτφ. (με αιτ. προσ.) επιβουλεύομαι κάποιον
4. (στο γ' εν. πρόσ.) ὑφέρπει
(με υποκ. ουσ. που δηλώνει συναίσθημα και το οποίο συντάσσεται με προσ. αντων. σε αιτ.) κυριεύει, καταλαμβάνει («χαρὰ μ' ὑφέρπει δάκρυον ἐκκαλουμένη», Αισχύλ.).