Anonymous

συνακμάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) βρίσκομαι στην [[ακμή]] μου συγχρόνως με κάποιον [[άλλο]] («μὴ συνακμασάντων [[μηδὲ]] συμβαλλόντων εἰς τὸ αὐτὸ τὴν δύναμιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[ανθώ]], [[θάλλω]] συγχρόνως<br /><b>μσν.</b><br />[[παλιώνω]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ [[ἔνδυμα]] συνακμάζει αὐτοῦ τῷ ἐκεῑ βίῳ», Νείλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συνακμάζειν ταῖς ὁρμαῑς» — το να [[είναι]] [[κάτι]] στον ύψιστο βαθμό ζηλευτό για [[κάτι]] (<b>Πολ.</b>).
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) βρίσκομαι στην [[ακμή]] μου συγχρόνως με κάποιον [[άλλο]] («μὴ συνακμασάντων [[μηδὲ]] συμβαλλόντων εἰς τὸ αὐτὸ τὴν δύναμιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[ανθώ]], [[θάλλω]] συγχρόνως<br /><b>μσν.</b><br />[[παλιώνω]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ [[ἔνδυμα]] συνακμάζει αὐτοῦ τῷ ἐκεῖ βίῳ», Νείλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συνακμάζειν ταῖς ὁρμαῑς» — το να [[είναι]] [[κάτι]] στον ύψιστο βαθμό ζηλευτό για [[κάτι]] (<b>Πολ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm