3,274,125
edits
m (Text replacement - "d’u" to "d'u") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b> | |sltr=<b>ἑρκεῖος</b> of [[Zeus]] Herkeios, of the [[household]] πρὸς ἑρκεῖον βωμόν (Pae. 6.114) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=ἑρκεῖος, -ον και ἑρκεῖος, -α -ον (Α) [[έρκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο [[έρκος]], στο [[προαύλιο]] («ἑρκεῖαι πύλαι, θύραι» — οι πύλες, οι θύρες της αυλής, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στην [[οικία]] (α. «πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης» — στον στύλο της στέγης του σπιτιού, <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐφ ἑρκείῳ πυρᾷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) «[[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἑρκεῖος» — ο [[Ζευς]], ο [[προστάτης]] της οικογενειακής ειρήνης και ευτυχίας<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) <i>ὁ Ἑρκεῖος</i><br />ο [[Ζεύς]]<br />β) <b>στον πληθ.</b><br /><i>οἱ Ἑρκεῖοι</i><br />οι εφέστιοι θεοί<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἑρκεῖος [[βωμός]]» — ο [[βωμός]] του Ερκείου [[Διός]] <b>Πίνδ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |