3,277,242
edits
m (Text replacement - "d’u" to "d'u") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀπάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[στέλνω]] κάποιον [[μαζί]] με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή [[κάνω]] κάποιον να ακολουθήσει («[[ἐπεὶ]] ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με πράγματα) [[παραχωρώ]], [[παρέχω]], [[δίνω]] («νῦν μὲν γὰρ τούτῷ [[Κρονίδης]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] κῡδος ὀπάζει» — δίνει σ' αυτόν [[δόξα]] να τον ακολουθεί, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] επί [[πλέον]], [[προσθέτω]] («ἔργῳ δ' [[ἔργον]] ὄπαζε», Ύμν. Έρμ.)<br /><b>4.</b> [[καταδιώκω]] από [[κοντά]], [[κυνηγώ]] («χαλεπὸν δὲ σε [[γῆρας]] ὀπάζει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὀπάζομαι</i><br />α) [[προσλαμβάνω]] κάποιον ως ακόλουθο («κήρυκά τ' ὀπασσάμενος καὶ ἑταῖρον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) αναγκάζομαι, προκαλούμαι, σχηματίζομαι από [[κάτι]] («[[ποταμός]]... ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ» — [[χείμαρρος]] που προκαλείται από τη [[βροχή]] του [[Διός]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὀπασθείς<br />ἐκ τῶν [[ὀπίσω]] δεθεὶς καὶ ἐξαγκωνισθείς»<br /><b>7.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ὀπάζει<br /> | |mltxt=[[ὀπάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[στέλνω]] κάποιον [[μαζί]] με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή [[κάνω]] κάποιον να ακολουθήσει («[[ἐπεὶ]] ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με πράγματα) [[παραχωρώ]], [[παρέχω]], [[δίνω]] («νῦν μὲν γὰρ τούτῷ [[Κρονίδης]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] κῡδος ὀπάζει» — δίνει σ' αυτόν [[δόξα]] να τον ακολουθεί, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] επί [[πλέον]], [[προσθέτω]] («ἔργῳ δ' [[ἔργον]] ὄπαζε», Ύμν. Έρμ.)<br /><b>4.</b> [[καταδιώκω]] από [[κοντά]], [[κυνηγώ]] («χαλεπὸν δὲ σε [[γῆρας]] ὀπάζει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὀπάζομαι</i><br />α) [[προσλαμβάνω]] κάποιον ως ακόλουθο («κήρυκά τ' ὀπασσάμενος καὶ ἑταῖρον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) αναγκάζομαι, προκαλούμαι, σχηματίζομαι από [[κάτι]] («[[ποταμός]]... ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ» — [[χείμαρρος]] που προκαλείται από τη [[βροχή]] του [[Διός]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὀπασθείς<br />ἐκ τῶν [[ὀπίσω]] δεθεὶς καὶ ἐξαγκωνισθείς»<br /><b>7.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ὀπάζει<br />θεωρεῖ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[ὀπάζω]], [[ὀπάων]], [[ὀπαδός]] / [[ὀπηδός]] ανάγονται πιθ. σε ένα αμάρτυρο ουσ. <i>ὁπᾱ</i> «[[ακολουθία]], [[συνέχεια]]» (το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>sek</i><sup>w</sup> «[[ακολουθώ]]» του [[ἕπομαι]]) με [[ψίλωση]] χαρακτηριστική στην επική [[γλώσσα]]. Η λ. [[ὀπάων]] / [[ὀπέων]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὀπά</i>-<i>Fων</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁπᾱ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>Fων</i>, όπως δείχνει και το μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο <i>oqa</i>-<i>wo</i>-<i>ni</i> (<b>πρβλ.</b> [[μάχη]] > [[Μαχάων]], μυκηναϊκό <i>Μakawo</i>).To ρ. [[ὀπάζω]] παράγεται από το ουσ. <i>ὁπᾱ</i> πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου <i>ὀπάω</i>. Τέλος, η λ. [[ὀπηδός]] / <i>ὀπᾱδός</i>, [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], αποτελεί υποχωρητ. παρ. του ρήματος <i>ὀπᾰζω</i>. Το -<i>ᾱ</i>- της λ., το οποίο γεννά μορφολογικές δυσχέρειες για την [[παραγωγή]] αυτή, οφείλεται πιθ. σε αναλογική [[επίδραση]] του τ. <i>ὀπ</i>-<i>ᾱ</i>-<i>ων</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |