Anonymous

ἐλαύνω: Difference between revisions

From LSJ
1,958 bytes added ,  14 October 2022
CSV import
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 51: Line 51:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':™laÚnw 誒老挪<br />'''詞類次數''':動詞(5)<br />'''原文字根''':驅使<br />'''字義溯源''':推*,趕,催迫,催逼,划槳,搖櫓<br />'''同源字''':1) ([[ἀπελαύνω]])革退 2) ([[ἐλαύνω]])推,催迫 3) ([[συναλλάσσω]] / [[συνελαύνω]])共同驅使<br />'''出現次數''':總共(5);可(1);路(1);約(1);雅(1);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 催逼的(1) 彼後2:17;<br />2) 催逼(1) 雅3:4;<br />3) 他們搖著櫓行(1) 約6:19;<br />4) 趕(1) 路8:29;<br />5) 搖櫓(1) 可6:48
|sngr='''原文音譯''':™laÚnw 誒老挪<br />'''詞類次數''':動詞(5)<br />'''原文字根''':驅使<br />'''字義溯源''':推*,趕,催迫,催逼,划槳,搖櫓<br />'''同源字''':1) ([[ἀπελαύνω]])革退 2) ([[ἐλαύνω]])推,催迫 3) ([[συναλλάσσω]] / [[συνελαύνω]])共同驅使<br />'''出現次數''':總共(5);可(1);路(1);約(1);雅(1);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 催逼的(1) 彼後2:17;<br />2) 催逼(1) 雅3:4;<br />3) 他們搖著櫓行(1) 約6:19;<br />4) 趕(1) 路8:29;<br />5) 搖櫓(1) 可6:48
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[βάζω]] κάτι σέ κίνηση, ὁδηγῶ, προχωρῶ πάνω σ' ἁμάξι, [[καταδιώκω]]). Ἀπό ἀρχική ρίζα ελ- ἤ καλύτερα λαϝ → λαυμέ ε προθεματικό. Θέμα: ελακαί ἐλαυμέ τό [[πρόσφυμα]] νυ → ἐλα-νύ-ω καί μέ ἀντιμετάθεση τῶν γραμμάτων ν καί υ → [[ἐλαύνω]]. Ὁ μέλλοντας ἐλά-σ-ω → μέ [[ἀποβολή]] τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δύο φωνήεντα καί συναίρεση [[ἐλάω]] -ῶ. Ὁ παρακείμενος παίρνει ἀττικό ἀναδιπλασιασμό ἐλ-έλα-κα → [[ἐλήλακα]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἔλασις]] (=[[ἐξορία]], [[ἐκστρατεία]]), [[ἀπέλασις]], [[προέλασις]], [[ἔλασμα]], [[ἐλατέον]], [[ἐλατήρ]] (=αὐτός πού διώχνει), [[ἐλάτης]], [[ἐλάτειρα]] (θηλ. τοῦ [[ἐλατήρ]]), [[ἐλατήριος]], ἐλατήριον (ἐνν. [[φάρμακον]]=καθαρτικό), [[ἐλασείω]] (=[[θέλω]] νά ἱππεύσω), [[ἐλατός]], [[βοηλάτης]], [[ἁρματηλάτης]], [[ὀνηλάτης]] (=πού ὁδηγεῖ γαϊδούρια), [[διφρηλάτης]], [[ἀπελάτης]] (=ζωοκλέφτης), [[ἁμαξηλάτης]], [[κωπηλάτης]], [[ἰχνηλάτης]], [[στρατηλάτης]], [[εὐήλατος]] (=αὐτός ὅπου μπορεῖ κανείς εὔκολα νά ἱππεύει), [[νεήλατος]] (=[[καινούργιος]]), [[σφυρήλατος]], [[ἐξήλατος]], [[θεήλατος]], [[ζευγηλάτης]], [[ἱππηλάτης]], [[ξενηλασία]], [[τροχήλατος]], (νεοελλ. παρέλαση, βοϊδολάτης, ἐλαστικός, ποδήλατο).
}}
}}