Anonymous

ζῆλος: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
(CSV import)
Line 51: Line 51:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[emulation]], [[rivalry]]
|woodrun=[[emulation]], [[rivalry]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=δυνατή [[ἐπιθυμία]], [[πάθος]]). Ἴσως ἀπό τό [[ζέω]] (=[[βράζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[ζῆλος]]: ζηλῶ, [[ζήλωμα]] (=ἀνταγωνισμός), [[ζήλωσις]], [[ζηλωτής]] (=[[θαυμαστής]]), [[ζηλωτός]] (=ἀξιοζήλευτος), [[ἀζήλωτος]], [[ζηλωτέος]], [[ζηλήμων]], [[ζηλότυπος]] (=ζηλιάρης), [[ζηλοτυπέω]] (=[[ζηλεύω]]), [[ζηλοτυπία]] (=ζήλια), ζηλοτύπως, [[χαμαίζηλος]] (=[[ταπεινός]]).
}}
}}