Anonymous

ἁβροδίαιτος: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δίαιτα]]<br />[[living]] [[delicately]], Aesch.; τὸ ἁβροδίαιτον [[effeminacy]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[δίαιτα]]<br />[[living]] [[delicately]], Aesch.; τὸ ἁβροδίαιτον [[effeminacy]], Thuc.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού ζεῖ μέ [[πολυτέλεια]]). Ἀπό τό [[ἁβρός]] (=[[κομψός]], [[λεπτός]], [[τρυφερός]]) + [[δίαιτα]] (=[[τρόπος]] ζωῆς). Ἁβροδίαιτα (=πολυδάπανη [[ζωή]]), [[ἁβροδιαιτάομαι]] -ῶμαι (=ζῶ μέ [[πολυτέλεια]]).
}}
}}