Anonymous

κατηφής: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
(CSV import)
Line 45: Line 45:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[ashamed]], [[dejected]], [[despondent]], [[heartbroken]], [[shamefaced]]
|woodrun=[[ashamed]], [[dejected]], [[despondent]], [[heartbroken]], [[shamefaced]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=θλιμμένος). Ἀμφίβολη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπό τό [[κατά]] + [[φάος]] (=αὐτός πού βλέπει πρός τά [[κάτω]]). Ἤ ἀπό τό [[κατά]] + ἀφ τοῦ ἅπτομαι. Κατ' ἄλλους ἀπό τό [[κατά]] + φάεα (=μάτια).<br><b>Παράγωγα:</b> [[κατήφεια]] (=[[λύπη]]), κατηφῶ, [[κατηφών]] (=πού προκαλεῖ ντροπή).
}}
}}