3,277,636
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βρῑμόομαι:''' = <i>βρῑμάομαι</i>, σε Ξεν. | |lsmtext='''βρῑμόομαι:''' = <i>βρῑμάομαι</i>, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=βριμοῦμαι καί [[βριμάομαι]], βριμῶμαι (=εἶμαι γεμάτος [[ὀργή]]). Ἀπό τή λέξη [[βρίμη]] (=δύναμη, [[ὄγκος]], [[ἀπειλή]]). Εἶναι λέξη φτιαγμένη ἀπό τόν ἦχο.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἐμβρίμημα]] καί [[ἐμβρίμησις]] (=ἀγανάκτηση), [[βριμώδης]] (=[[αὐστηρός]]), [[βρίμωσις]] (=ἀγανάκτηση). | |||
}} | }} |