Anonymous

βριμόομαι: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βρῑμόομαι:''' = <i>βρῑμάομαι</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''βρῑμόομαι:''' = <i>βρῑμάομαι</i>, σε Ξεν.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=βριμοῦμαι καί [[βριμάομαι]], βριμῶμαι (=εἶμαι γεμάτος [[ὀργή]]). Ἀπό τή λέξη [[βρίμη]] (=δύναμη, [[ὄγκος]], [[ἀπειλή]]). Εἶναι λέξη φτιαγμένη ἀπό τόν ἦχο.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἐμβρίμημα]] καί [[ἐμβρίμησις]] (=ἀγανάκτηση), [[βριμώδης]] (=[[αὐστηρός]]), [[βρίμωσις]] (=ἀγανάκτηση).
}}
}}