Anonymous

βριμόομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=βριμοῦμαι καί [[βριμάομαι]], βριμῶμαι (=εἶμαι γεμάτος [[ὀργή]]). Ἀπό τή λέξη [[βρίμη]] (=δύναμη, [[ὄγκος]], [[ἀπειλή]]). Εἶναι λέξη φτιαγμένη ἀπό τόν ἦχο.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἐμβρίμημα]] καί [[ἐμβρίμησις]] (=ἀγανάκτηση), [[βριμώδης]] (=[[αὐστηρός]]), [[βρίμωσις]] (=ἀγανάκτηση).
|mantxt=βριμοῦμαι καί [[βριμάομαι]], βριμῶμαι (=εἶμαι γεμάτος [[ὀργή]]). Ἀπό τή λέξη [[βρίμη]] (=δύναμη, [[ὄγκος]], [[ἀπειλή]]). Εἶναι λέξη φτιαγμένη ἀπό τόν ἦχο.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἐμβρίμημα]] καί [[ἐμβρίμησις]] (=[[ἀγανάκτηση]]), [[βριμώδης]] (=[[αὐστηρός]]), [[βρίμωσις]] (=[[ἀγανάκτηση]]).
}}
}}