Anonymous

κατάκλισις: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κατάκλισις]]) [[κατακλίνω]]<br /><b>1.</b> το [[πλάγιασμα]] ατόμου ή πράγματος, η [[τοποθέτηση]] σε πλαγιαστή [[θέση]]<br /><b>2.</b> η [[θέση]] που παίρνει [[κάποιος]] για να ξεκουραστεί ή για να κοιμηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> το [[πλάγιασμα]] του πλοίου για τον καθαρισμό τών υφάλων ή για [[επισκευή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προσκύνηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να παρακαθήσει [[κάποιος]] σε [[γεύμα]] («πολλοῦ τιμῶμαι τὴν παρὰ σοὶ κατάκλισιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το να βρίσκεται [[κάποιος]] [[κλινήρης]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[ωροσκόπιο]] που λαμβάνεται [[κατά]] την ώρα που ο [[ασθενής]] βρίσκεται [[κλινήρης]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[κατάκλισις]] τοῦ γάμου» — η [[ευωχία]] [[κατά]] τον πανηγυρισμό ενός γάμου.
|mltxt=η (AM [[κατάκλισις]]) [[κατακλίνω]]<br /><b>1.</b> το [[πλάγιασμα]] ατόμου ή πράγματος, η [[τοποθέτηση]] σε πλαγιαστή [[θέση]]<br /><b>2.</b> η [[θέση]] που παίρνει [[κάποιος]] για να ξεκουραστεί ή για να κοιμηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> το [[πλάγιασμα]] του πλοίου για τον καθαρισμό τών υφάλων ή για [[επισκευή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προσκύνηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να παρακαθήσει [[κάποιος]] σε [[γεύμα]] («πολλοῦ τιμῶμαι τὴν παρὰ σοὶ κατάκλισιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το να βρίσκεται [[κάποιος]] [[κλινήρης]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[ωροσκόπιο]] που λαμβάνεται [[κατά]] την ώρα που ο [[ασθενής]] βρίσκεται [[κλινήρης]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[κατάκλισις]] τοῦ γάμου» — η [[ευωχία]] [[κατά]] τον πανηγυρισμό ενός γάμου.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[κατακλίνω]] (=[[πλαγιάζω]] κάποιον) → [[κατά]] + [[κλίνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}