Anonymous

κάρφος: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
(CSV import)
Line 45: Line 45:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[shavings]], [[chips]]
|woodrun=[[shavings]], [[chips]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=τό (=ἄχυρο καί [[κάθε]] λεπτό ξερό ξυλαράκι). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό [[κάρφω]] (=ξεραίνω, [[μαραίνω]]) ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[καρφαλέος]] (=[[ξερός]]), [[καρφηρός]], [[κάρφη]] (=ξερό χορτάρι,), καρφολογῶ (=μαζεύω ξερά κλαδιά). Ἔχει σχέση μέ τή λέξη [[κράμβος]] (=[[ξερός]]).
}}
}}