Anonymous

βρίθω: Difference between revisions

From LSJ
710 bytes added ,  14 October 2022
CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
(CSV import)
Line 48: Line 48:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''βρίθω''': {bríthō}<br />'''See also''': s. [[βρί]].<br />'''Page''' 1,269
|ftr='''βρίθω''': {bríthō}<br />'''See also''': s. [[βρί]].<br />'''Page''' 1,269
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=εἶμαι [[βαρύς]], εἶμαι γεμάτος). Ἀπό ρίζα βρε- (πού δηλώνει κάτι δυνατό καί μεγάλο) + θ + ω → [[βρίθω]]. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις: [[βριαρός]] (=[[δυνατός]]), [[Βριάρεως]] (=γίγαντας μέ ἑκατό χέρια), [[βριαρότης]] (=δύναμη), [[βριάω]] (=κάνω κάποιον δυνατό), [[βρῖθος]] (=[[βάρος]]), [[βριθύς]] (=[[βαρύς]]), [[ἐμβριθής]], [[ἐμβρίθεια]], [[ὄβριμος]] (=[[δυνατός]]), ἡ [[ὀβριμοπάτρη]] (=[[κόρη]] ἰσχυροῦ πατέρα).
}}
}}