Anonymous

χωλός: Difference between revisions

From LSJ
532 bytes added ,  14 October 2022
CSV import
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 48: Line 48:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[crippled]], [[halt]], [[lame]]
|woodrun=[[crippled]], [[halt]], [[lame]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=κουτσός). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως [[ἔχει]] σχέση μέ τή ρίζα χαλ τοῦ [[χαλάω]] (=χαλαρώνω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[χωλαίνω]] (=κουτσαίνω), [[χώλανσις]], [[χώλασμα]], [[χωλεύω]] (=εἶμαι κουτσός), [[χωλεία]], [[χώλευμα]], [[χωλότης]], χωλοῦμαι (=[[γίνομαι]] κουτσός), [[χώλωμα]], [[χώλωσις]].
}}
}}