Anonymous

χωλός: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
(CSV import)
(CSV import)
Line 51: Line 51:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=κουτσός). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως [[ἔχει]] σχέση μέ τή ρίζα χαλ τοῦ [[χαλάω]] (=χαλαρώνω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[χωλαίνω]] (=κουτσαίνω), [[χώλανσις]], [[χώλασμα]], [[χωλεύω]] (=εἶμαι κουτσός), [[χωλεία]], [[χώλευμα]], [[χωλότης]], χωλοῦμαι (=[[γίνομαι]] κουτσός), [[χώλωμα]], [[χώλωσις]].
|mantxt=(=κουτσός). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως [[ἔχει]] σχέση μέ τή ρίζα χαλ τοῦ [[χαλάω]] (=χαλαρώνω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[χωλαίνω]] (=κουτσαίνω), [[χώλανσις]], [[χώλασμα]], [[χωλεύω]] (=εἶμαι κουτσός), [[χωλεία]], [[χώλευμα]], [[χωλότης]], χωλοῦμαι (=[[γίνομαι]] κουτσός), [[χώλωμα]], [[χώλωσις]].
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=paralytique, [[infirme]]
}}
}}