Anonymous

μεῖραξ: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(CSV import)
Line 39: Line 39:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[little girl]]
|woodrun=[[little girl]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-ακος ἡ (=κοράσι, παλικάρι). Ἀπό ἀρχική ρίζα μεριακ = μειρακ+ς = [[μεῖραξ]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[μειρακιεύομαι]], (=παιδιαρίζω), [[μειρακίζομαι]], [[μειράκιον]], μειρακιοῦμαι, [[μειρακίσκος]], [[μειρακιώδης]].
}}
}}