Anonymous

μεῖραξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ακος ἡ (=κοράσι, παλικάρι). Ἀπό ἀρχική ρίζα μεριακ = μειρακ+ς = [[μεῖραξ]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[μειρακιεύομαι]], (=παιδιαρίζω), [[μειρακίζομαι]], [[μειράκιον]], μειρακιοῦμαι, [[μειρακίσκος]], [[μειρακιώδης]].
|mantxt=-ακος ἡ (=κοράσι, παλικάρι). Ἀπό ἀρχική ρίζα μεριακ = μειρακ+ς = [[μεῖραξ]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[μειρακιεύομαι]], (=[[παιδιαρίζω]]), [[μειρακίζομαι]], [[μειράκιον]], μειρακιοῦμαι, [[μειρακίσκος]], [[μειρακιώδης]].
}}
}}