Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πτερίς: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
(CSV import)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτερίς''': -ίδος, καὶ πτέρις, εως, ἡ, (πτερὸν) ἡ κοινῶς ὀνομαζομένη «φτέρη», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 5, Θεοφρ. 3. 14. ― [[Κατὰ]] τὸν Διοσκορίδην (4, 186): «φύλλα ἐστὶν ἄκαυλα καὶ ἀκανθῆ, καὶ ἄκαρπα ἐξ ἑνὸς μόσχου, περὶ πῆχυν τὸ [[μέγεθος]] ἐντετμημένα καὶ ἀνηπλωμένα ὡς [[πτέρυξ]]» κτλ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α´, σ. 355, 863.
|lstext='''πτερίς''': -ίδος, καὶ πτέρις, εως, ἡ, (πτερὸν) ἡ κοινῶς ὀνομαζομένη «φτέρη», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 5, Θεοφρ. 3. 14. ― [[Κατὰ]] τὸν Διοσκορίδην (4, 186): «φύλλα ἐστὶν ἄκαυλα καὶ ἀκανθῆ, καὶ ἄκαρπα ἐξ ἑνὸς μόσχου, περὶ πῆχυν τὸ [[μέγεθος]] ἐντετμημένα καὶ ἀνηπλωμένα ὡς [[πτέρυξ]]» κτλ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α´, σ. 355, 863.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=φτέρα) καί [[πτέρις]]. Ἀπό τό [[πτερόν]] τοῦ [[πέτομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}