Anonymous

ἐγκυμονέω: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
(CSV import)
Line 18: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκῡμονέω''': [[συλλαμβάνω]] ἐν γαστρί, [[γίνομαι]] [[ἔγκυος]], κυοφορῶ, Γεωπ. 14. 26, 2· ἔχω ἐν γαστρί, [[ὁπηνίκα]] τὸν Δία ἐγκυμονοῦσα ἐτύγχανε Ἀπολλόδ. 1. 2, 6· τὸ ἐγκυμονούμενον, τὸ [[ἔμβρυον]], Διον. Ἁλ. 1. 70.
|lstext='''ἐγκῡμονέω''': [[συλλαμβάνω]] ἐν γαστρί, [[γίνομαι]] [[ἔγκυος]], κυοφορῶ, Γεωπ. 14. 26, 2· ἔχω ἐν γαστρί, [[ὁπηνίκα]] τὸν Δία ἐγκυμονοῦσα ἐτύγχανε Ἀπολλόδ. 1. 2, 6· τὸ ἐγκυμονούμενον, τὸ [[ἔμβρυον]], Διον. Ἁλ. 1. 70.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=κυοφορῶ, εἶμαι γκαστρωμένη). Παρασύνθετο ἀπό τό [[ἐγκύμων]] ([[ἐν]] + [[κῦμα]] = φούσκωμα κοιλιᾶς, θάλασσας). Τό [[κῦμα]] ἀπό τό κύω. Παράγωγο: [[ἐγκυμόνησις]].
}}
}}