3,276,318
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
(CSV import) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκῡμονέω''': [[συλλαμβάνω]] ἐν γαστρί, [[γίνομαι]] [[ἔγκυος]], κυοφορῶ, Γεωπ. 14. 26, 2· ἔχω ἐν γαστρί, [[ὁπηνίκα]] τὸν Δία ἐγκυμονοῦσα ἐτύγχανε Ἀπολλόδ. 1. 2, 6· τὸ ἐγκυμονούμενον, τὸ [[ἔμβρυον]], Διον. Ἁλ. 1. 70. | |lstext='''ἐγκῡμονέω''': [[συλλαμβάνω]] ἐν γαστρί, [[γίνομαι]] [[ἔγκυος]], κυοφορῶ, Γεωπ. 14. 26, 2· ἔχω ἐν γαστρί, [[ὁπηνίκα]] τὸν Δία ἐγκυμονοῦσα ἐτύγχανε Ἀπολλόδ. 1. 2, 6· τὸ ἐγκυμονούμενον, τὸ [[ἔμβρυον]], Διον. Ἁλ. 1. 70. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=-ῶ (=κυοφορῶ, εἶμαι γκαστρωμένη). Παρασύνθετο ἀπό τό [[ἐγκύμων]] ([[ἐν]] + [[κῦμα]] = φούσκωμα κοιλιᾶς, θάλασσας). Τό [[κῦμα]] ἀπό τό κύω. Παράγωγο: [[ἐγκυμόνησις]]. | |||
}} | }} |