3,274,916
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
(CSV import) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to be [[angry]] or [[wroth]] with one, τινί Hom.: absol. to be [[wroth]], Il. | |mdlsjtxt=<br />to be [[angry]] or [[wroth]] with one, τινί Hom.: absol. to be [[wroth]], Il. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=ὀργίζομαι, ἀγανακτῶ μέ κάποιον). Πιθανόν ἀπό ρίζα σκυδ- πού γίνεται σκυθμπροστά ἀπό ρ, ὅπως στή λέξη [[σκυθρός]] (σκυδ-θρός). Θέμα σκυδ- (σκυδ-θρός → [[σκυθρός]]) + jομαι → [[σκύζομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[σκυθρός]] (=ὀργισμένος), [[σκυσμός]] (=[[θυμός]]). | |||
}} | }} |