Anonymous

σκύζομαι: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
(CSV import)
Line 39: Line 39:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to be [[angry]] or [[wroth]] with one, τινί Hom.: absol. to be [[wroth]], Il.
|mdlsjtxt=<br />to be [[angry]] or [[wroth]] with one, τινί Hom.: absol. to be [[wroth]], Il.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ὀργίζομαι, ἀγανακτῶ μέ κάποιον). Πιθανόν ἀπό ρίζα σκυδ- πού γίνεται σκυθμπροστά ἀπό ρ, ὅπως στή λέξη [[σκυθρός]] (σκυδ-θρός). Θέμα σκυδ- (σκυδ-θρός → [[σκυθρός]]) + jομαι → [[σκύζομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[σκυθρός]] (=ὀργισμένος), [[σκυσμός]] (=[[θυμός]]).
}}
}}