Anonymous

σκύζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ὀργίζομαι, ἀγανακτῶ μέ κάποιον). Πιθανόν ἀπό ρίζα σκυδ- πού γίνεται σκυθμπροστά ἀπό ρ, ὅπως στή λέξη [[σκυθρός]] (σκυδ-θρός). Θέμα σκυδ- (σκυδ-θρός → [[σκυθρός]]) + jομαι → [[σκύζομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[σκυθρός]] (=ὀργισμένος), [[σκυσμός]] (=[[θυμός]]).
|mantxt=(=ὀργίζομαι, ἀγανακτῶ μέ κάποιον). Πιθανόν ἀπό ρίζα σκυδ- πού γίνεται σκυθμπροστά ἀπό ρ, ὅπως στή λέξη [[σκυθρός]] (σκυδ-θρός). Θέμα σκυδ- (σκυδ-θρός → [[σκυθρός]]) + jομαι → [[σκύζομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[σκυθρός]] (=[[ὀργισμένος]]), [[σκυσμός]] (=[[θυμός]]).
}}
}}