Anonymous

ψελλίζω: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ψελλίζω]], [[ψελλός]]<br />to [[falter]] in [[speech]], [[speak]] [[inarticulately]]:—so in Mid., Plat., Arist.
|mdlsjtxt=[[ψελλίζω]], [[ψελλός]]<br />to [[falter]] in [[speech]], [[speak]] [[inarticulately]]:—so in Mid., Plat., Arist.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἀρθρώνω μέ [[δυσκολία]] τίς λέξεις, μιλῶ σάν παιδί). Ἀπό τό [[ψελλός]] (=αὐτός πού δέν μπορεῖ νά προφέρει μερικά γράμματα ἤ συλλαβές, τσεβδός). Πιθανόν νά πρόκειται γιά ἠχοποίητη λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ψέλλισμα]], [[ψελλισμός]], [[ψελλιστής]], [[ψελλότης]].
}}
}}