3,277,243
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μάω:''' απαντά μόνο στον παρακ. [[μέμαα]] με [[σημασία]] ενεστ., γʹ πληθ. <i>μεμάασι</i>· και σε συγκεκομ. τύπους, δυϊκ. <i>μέμᾰτον</i>, πληθ. <i>μέμᾰμεν</i>· γʹ ενικ. προστ. <i>μεμάτω</i>· γʹ πληθ. υπερσ. <i>μέμᾰσαν</i>, μτχ. <i>μεμᾰώς</i>, <i>μεμαυῖα</i>, γεν. <i>μεμᾱότος</i>, Επικ. επίσης <i>μεμᾰῶτος</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εύχομαι]] με [[ζέση]], [[προσπαθώ]] σκληρά, [[ποθώ]], [[επιθυμώ]], με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., [[επιθυμώ]] σφοδρά, έχω ζήλο για [[κάτι]]· [[συχνά]] επίσης με επίρρ., <i>πῆ μέματον</i>, πού τόσο [[γρήγορα]];, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πρόσσω]] μεμανυῖαι, πιέζοντας προς τα [[μπρος]], στο ίδ.· αμτβ. στη μτχ., ἔβη [[μεμαώς]], δρασκέλισε βιαστικά, με ζήλο, στο ίδ.· ἐν πέτρᾳ [[μεμαώς]], λέγεται για ψαρά που βρίσκεται σε [[αναμονή]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι αποφασισμένος να κάνω [[κάτι]], [[θέτω]] σαν στόχο, μεμάασιν [[αὖθι]] μένειν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. [[τύπος]] σε Δωρ. απαρ. [[μῶσθαι]], μτχ. [[μώμενος]], [[αναζητώ]], εποφθαλμιῶ, με αιτ., σε Θέογν. κ.λπ.· με απαρ. ή αμτβ., σε Αισχύλ. | |lsmtext='''μάω:''' απαντά μόνο στον παρακ. [[μέμαα]] με [[σημασία]] ενεστ., γʹ πληθ. <i>μεμάασι</i>· και σε συγκεκομ. τύπους, δυϊκ. <i>μέμᾰτον</i>, πληθ. <i>μέμᾰμεν</i>· γʹ ενικ. προστ. <i>μεμάτω</i>· γʹ πληθ. υπερσ. <i>μέμᾰσαν</i>, μτχ. <i>μεμᾰώς</i>, <i>μεμαυῖα</i>, γεν. <i>μεμᾱότος</i>, Επικ. επίσης <i>μεμᾰῶτος</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εύχομαι]] με [[ζέση]], [[προσπαθώ]] σκληρά, [[ποθώ]], [[επιθυμώ]], με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., [[επιθυμώ]] σφοδρά, έχω ζήλο για [[κάτι]]· [[συχνά]] επίσης με επίρρ., <i>πῆ μέματον</i>, πού τόσο [[γρήγορα]];, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πρόσσω]] μεμανυῖαι, πιέζοντας προς τα [[μπρος]], στο ίδ.· αμτβ. στη μτχ., ἔβη [[μεμαώς]], δρασκέλισε βιαστικά, με ζήλο, στο ίδ.· ἐν πέτρᾳ [[μεμαώς]], λέγεται για ψαρά που βρίσκεται σε [[αναμονή]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι αποφασισμένος να κάνω [[κάτι]], [[θέτω]] σαν στόχο, μεμάασιν [[αὖθι]] μένειν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. [[τύπος]] σε Δωρ. απαρ. [[μῶσθαι]], μτχ. [[μώμενος]], [[αναζητώ]], εποφθαλμιῶ, με αιτ., σε Θέογν. κ.λπ.· με απαρ. ή αμτβ., σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=ποθῶ, [[σπεύδω]], [[ἔχω]] σκοπό). Ρίζα μαπού [[ἔχει]] πολλές ἔννοιες:<br><b class="num">1)</b> (=[[πόθος]], [[ἐπιθυμία]]), ὅπως στίς λέξεις: [[μέμαα]], [[μαίομαι]], [[μένος]], [[μέμονα]], [[μαστεύω]], [[μαστροπός]],<br><b class="num">2)</b> (=διατάραξη τοῦ νοῦ), ὅπως στίς λέξεις: [[μαίνομαι]], [[μάντις]], [[μανία]],<br><b class="num">3)</b> (=σκέψη) ὅπως στίς λέξεις: [[μένω]], [[μνάομαι]], [[μέμνημαι]], [[μνήμη]]. Δές γιά παράγωγα στά ρήματα πού ἀναφέρονται παραπάνω. | |||
}} | }} |