μάω
ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven
English (LSJ)
v. μαίομαι, μέμονα, μῶμαι.
French (Bailly abrégé)
seul. pf. au sens d'un prés. *μέμαα > pl. μέμαμεν, μέματε, μεμάασι ; 2ᵉ duel μέματον ; impér. 3ᵉ sg. μεμάτω ; part. μεμαώς, gén. μεμαῶτος, mais acc. μεμαότα et pl. μεμαότες (pour la formation de ce part. cf. βεβαώς, γεγαώς) ; pqp. 3ᵉ pl. μέμασαν;
1 être passionné, ardent : πρόσσω IL, ἀντικρύ IL s'élancer avec ardeur en avant, en face ; ἐγχείῃσι IL s'élancer avec les lances;
2 désirer vivement, être impatient de, gén. ou inf.;
Moy. μάομαι, μῶμαι (> inf. μῶσθαι, part. μώμενος, fém. dor. μωμένα) rechercher, désirer, souhaiter, acc. ou inf..
Étymologie:.
German (Pape)
μάω, antasten, körperlich und geistig:
a praes. μῶμαι, begehren, suchen, τάδε γε μώμενος, so Etwas unternehmend, Soph. O.C. 840, nach Bruncks Verbesserung, wie Trach. 1136; μωμένα, Aesch. Ch. 40.434; inf. auch in μῶσθαι zusammengezogen, Theogn. 769; vgl. Plat. Crat. 406a τὰς μούσας ἀπὸ τοῦ μῶσθαι τὸ ὄνομα τοῦτο ἐπωνόμασαν, vom Nachsinnen (vgl. μήδομαι); imper. μώεο, Epicharm. bei Xen. Mem. 2.1.20, als lautete das Präsens μώομαι; μώμεθα erkl. Hesych. ζητοῦμεν.
b fut. μάσομαι, aor. ἐμασάμην (zum praes. μαίομαι, – vgl. δαίω – δάσασθαι), betasten, berühren, suchen, nur in Kompp., denn auch Od. 11.591, τῶν ὁπότ' ἰθύσει' ὁ γέρων ἐπὶ χερσὶ μάσασθαι, ist als tmesis für ἐπιμάσασθαι zu betrachten. Das fut. μήσομαι und den aor. ἐμησάμην s. unter μήδομαι.
c perf. mit Präsensbedeutung μέμαα, μεμαώς, μεμαῶτος usw. mit den synkopierten Formen μέμαμεν, μέματε, μέμασαν, imperat. μεμάτω, Il. 4.304, 20.355. Von dem Partizip, das gewöhnlich in den viersilbigen Casus sein ω behält, findet sich auch der dual. μεμᾱότε, Il. 13.197, und μεμᾱότες, 2.818, was Ap.Rh. 2.1200 nachahmt, κῶας ἄγειν κριοῖο μεμᾶότας, auch μεμᾱώς steht Il. 16.754. – Die Form μέμαε bei Theocr. 25.64 ist zweifelhaft für μέμονε. Übrigens vgl. μέμονα, zu dem es Einige als synkopierte Form ziehen, und μαιμάω; – wonach trachten, heftig verlangen, begehren; absol., πῆ μέματον; wo strebt ihr hin, wo wollt ihr Beide so eifrig hin, Il. 8.413, 14.298, πρόσσω μεμαυῖαι, vorwärts strebend, eilend, 11.615, μεμαότες ἐγχείῃσι, mit dem Speere vorwärts eilend, anstürmend, 2.818; ἐπί τινι, gegen Einen, 21.174, 22.326; bes. im partic., Il. 4.40, 5.135; ἦρχε – ἀντικρὺ μεμαώς, gerade entgegenstrebend, 13.137; – gewöhnlich c. inf., μέμασαν δ' ὑσμῖνι μάχεσθαι, 2.863; auch mit näherer Bezeichnung, ἐν δ' ἄρα θυμῷ ἀμφότεροι μέμασαν πολεμίζειν, sie verlangten in ihrem Herzen, 7.3, 13.337; ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες, Pind. N. 1.43. – Auch c. gen., ἀλκῆς μεμαώς, der an die Abwehr denkt, nach der Schlacht begierig ist, Il. 5.732, 17.181, vgl. ἀλκῆς δ' οὔ μ' ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις μεμαῶτα, 20.256; so auch ἔριδος, 5.752; vgl. δόρποιο μεμαότες Qu.Sm. 5.334; – μέμαμεν δέ τοι ἔξοχον ἄλλων κήδιστοί τ' ἔμεναι, wir denken, haben im Sinne, uns so zu zeigen, Il. 9.641, vgl. 10.208, 236, 433.
Russian (Dvoretsky)
μάω: (только pf. в знач. praes. μέμαα) - см. μάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μάω: (ἴδε ἐν τέλ.)· τὸ ἐνεργ. εὕρηται μόνον ἐν τῷ πρκμ. μέμαα μετὰ σημασ. ἐνεστ., ἀλλὰ καὶ οὗτος ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. (ἐν Θεοκρ. 25. 64· ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ μεμόνει ἀντὶ μέμαεν), ἀντὶ δὲ τοῦ ἑνικ. παραλαμβάνεται τὸ μέμονα, ας, ε· γ΄ πληθ. μεμάᾱσι Ἰλ. Κ. 208. 236, κ. ἀλλ· ἀλλαχοῦ μόνον ἐν τοῖς προηγουμένοις τύποις, β΄ δυϊκ. μέμᾰτον Θ. 413, α΄ πληθ. μέμᾰμεν Ι. 641, β΄ πληθ. μέμᾰτε Η. 160, γ΄ ἑν. προστακτ. μεμάτω Υ. 355· γ΄ πληθ. ὑπερσ. μέμᾰσαν Ν. 337· ἀλλὰ συχνότατα μετοχ. μεμᾰὼς (μεμᾱὼς μόνον ἐν Ἰλ. Π. 734)· ὅπερ (παρ’ Ὁμ.) διατηρεῖ τὸ ω ἐν ταῖς λοιπαῖς πτώσεσι, μεμᾰῶτος, μεμᾰῶτες, πλὴν ἐν Ἰλ. Β. 818., Ν. 197, ἔνθα ἔχομεν μεμαότες, μεμαότε [μετὰ ᾱ χάριν τοῦ μέτρου]· θηλ. μεμᾰυῖα, πρβλ. βεβαώς, γεγαώς. Θερμῶς ἐπιθυμῶ, ποθῶ, σπεύδω, συχνὸν παρ’ Ὁμ. - Συντάσσεται: κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ. ἢ ἀορ., Ὅμ., Πινδ. Ν. 1. 64· σπανιώτερον μετὰ μέλλ., μεμαῶτες... θώρηκας ῥήξειν Ἰλ. Β. 543· ἐπιχειρήσειν μεμαῶτες Ὀδ. Ω. 395· ἀλλὰ καὶ τὸ ἀπαρ. ὡσαύτως παραλείπεται, ἐπεὶ μεμάασί γε πολλοὶ (ἐξυπ. ἕταροί σοι γενέσθαι) Ἰλ. Κ. 236· - συχν. ὡσαύτως μετὰ γεν., πρόθυμος διά τι, μεμαυῖ’ ἔριδος καὶ ἀϋτῆς Ε. 732· μεμαῶτε... θουρίδος ἀλκῆς Ν. 197· - συχνάκις ὡσαύτως μετ’ ἐπιρρ., πῇ μέματον; ποῦ σπεύδετε; Θ. 413· πρόσσω μεμαυῖαι, σπεύδουσαι πρὸς τὰ ἐμπρός, Λ. 615· ἀντικρὺ μεμαὼς Ν. 187· ἰθὺς μεμαῶτι Χ. 284· οὕτω μετὰ δοτικῆς ὀργάνου, μεμαότες ἐγχείῃσι Β. 818· καὶ ἀπολ., πρὸς δήλωσιν ὁρμητικῆς, ταχείας ἐνεργείας, βῇ ῥ’ ἀν’ ὁδὸν μεμαὼς ἔβη, μετὰ σπουδῆς, Κ. 339, πρβλ. Λ. 239 ἆλτ’ ἐπὶ οἱ μεμαὼς Φ. 174, πρβλ. Χ. 326· μεμαὼς πόλιν ἐξαπαλάξαι τὴν ἐθέλω Δ. 40· οὕτως, ἐν πέτρᾳ μεμαώς, ἐπὶ ἁλιέως, καραδοκῶν, Θεόκρ. 21. 52· πρβλ. ἐμμεμαώς. 2) ἔχω διάθεσιν ἢ κλίσιν νὰ κάμω τι, ἔχω σκοπόν..., ἢ μεμάασιν αὖθι μένειν Ἰλ. Κ. 208· εἰ γὰρ δὴ μέματον... καταδῦναι αὐτόθι 433· μέμαμεν δέ τοι ἔξοχον ἄλλων κήδιστοί τ’ ἔμεναι καὶ φίλτατοι..., Ι. 641. - Πρβλ. μέμονα. II. Μέσ., μάομαι Σαπφὼ 115 Ahr.· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τοῖς Δωρ. συνῃρ. τύποις, γ΄ ἑνικ. μῶται Ἐπίχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 531. 3· μῶνται Εὐφορίων αὐτόθι· προστ. μῶσο Ἐπίχ. 121, πρβλ. Ahrens D. Dor. σ. 349· εὐκτ. μῷτο Διωτογ. παρὰ Στοβ. τ. 5. 69· ἀπαρ. μῶσθαι Θέογν. 769, Πλάτ. Κρατ. 406Α· ἀόρ. μώσατο Ἡσύχ. (πρβλ. μοῦσα)· μετοχ. μώμενος Αἰσχύλ. Χο. 45, 441, Σοφ. Τρ. 1136, Ο. Κ. 836· - ἐπιζητῶ τι, ἀπλήστως ἐπιθυμῶ, ἐποφθαλμιῶ, μετ’ αἰτ., Σαπφώ, Θέογν., κτλ.· μετ’ ἀπαρ. ἢ ἀπολ., Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Ἡ √ΜΑ διακλαδοῦται εἰς μεγάλην ποικιλίαν ἐννοιῶν, αἵτινες πᾶσαι δύνανται νὰ ταξινομηθῶσιν ὑπὸ τρεῖς κυρίως διαιρέσεις: (1) σφοδρὰ ἐπιθυμία, πόθος, σύντονος σκοπός, ὡς ἐν ταῖς λέξ. μέμαα, μῶμαι, μαιμάω, μαίομαι· καὶ ἐκ τῶν ἐκτεταμένων √ΜΑΝ, ΜΕΝ, μένος, μέμονα, μενεαίνω, μενοινάω· ἐκ √ΜΑΤ, ΜΑΣΤ, μαστήρ, μαστεύω, μαστροπός, μετὰ τῶν ματεύω, μῆτις, ἂν μὴ τοῦτο ἀνήκῃ εἰς τὴν √ΜΑ, μετρέω)· πρβλ. √ΜΑΘ, μανθάνω. (2) ἔξαψις τοῦ νοῦ, διατάραξις, ὡς ἐν τοῖς μαίνομαι, μάντις, μανία, καὶ ἴσως Μοῦσα (Λακων. Μῶα, Δωρ. Μῶσα)· ἴσως καὶ μῆνις. (3) σκέψις, διάσκεψις, ἐμμονή, ὡς ἐν ταῖς λέξ. μένω, μνάομαι, μέμνημαι, μνήμη· καὶ μετὰ σημασ. μεταβατικῆς ἐνεργείας, μιμνήσκω, Μέντης, Μέντωρ (mon-itor), μηνύω. - Ἐπὶ τῶν σημασιῶν (1) ἢ (2), αἱ συγγενεύουσαι γλῶσσαι παρέχουσι μόνον: Σασκρ. man-yus (μένος), Ἀγγλο-Σαξον. myn, Ἀρχ. Γερμ. minn-ia, minna (amor). Ἐπὶ δὲ τῆς σημασ. (3), πὰ παραδείγματα εἶναι πολλά, Σανσκρ. man, man-yê (puto, cogito)· man-as (mens, voluntas, opinio), mat-is (opinio, propositum), mna, man-âmi (diligenter lego)· Λατ. man-eo, me-min-i, re-mi-ni-scor, men-s, men-tior, mon-eo, κτλ.· Γοτθ. muns (νόημα), ga-min-thi (μνεία)· Ἀρχ. Σκανδιν. munr (mens)· Ἀρχ. Γερμ. man-n (mon-eo, Γερμ. mahn-en), mein-a (mein-ung)· Λιθ. at-men-u (memoria)· Σλαυ. min-eti (cogitare)· κτλ.)
Greek Monotonic
μάω: απαντά μόνο στον παρακ. μέμαα με σημασία ενεστ., γʹ πληθ. μεμάασι· και σε συγκεκομ. τύπους, δυϊκ. μέμᾰτον, πληθ. μέμᾰμεν· γʹ ενικ. προστ. μεμάτω· γʹ πληθ. υπερσ. μέμᾰσαν, μτχ. μεμᾰώς, μεμαυῖα, γεν. μεμᾱότος, Επικ. επίσης μεμᾰῶτος·
I. 1. εύχομαι με ζέση, προσπαθώ σκληρά, ποθώ, επιθυμώ, με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., επιθυμώ σφοδρά, έχω ζήλο για κάτι· συχνά επίσης με επίρρ., πῆ μέματον, πού τόσο γρήγορα;, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόσσω μεμανυῖαι, πιέζοντας προς τα μπρος, στο ίδ.· αμτβ. στη μτχ., ἔβη μεμαώς, δρασκέλισε βιαστικά, με ζήλο, στο ίδ.· ἐν πέτρᾳ μεμαώς, λέγεται για ψαρά που βρίσκεται σε αναμονή, σε Θεόκρ.
2. είμαι αποφασισμένος να κάνω κάτι, θέτω σαν στόχο, μεμάασιν αὖθι μένειν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
II. Μέσ. τύπος σε Δωρ. απαρ. μῶσθαι, μτχ. μώμενος, αναζητώ, εποφθαλμιῶ, με αιτ., σε Θέογν. κ.λπ.· με απαρ. ή αμτβ., σε Αισχύλ.
Mantoulidis Etymological
(=ποθῶ, σπεύδω, ἔχω σκοπό). Ρίζα μαπού ἔχει πολλές ἔννοιες:
1 (=πόθος, ἐπιθυμία), ὅπως στίς λέξεις: μέμαα, μαίομαι, μένος, μέμονα, μαστεύω, μαστροπός,
2 (=διατάραξη τοῦ νοῦ), ὅπως στίς λέξεις: μαίνομαι, μάντις, μανία,
3 (=σκέψη) ὅπως στίς λέξεις: μένω, μνάομαι, μέμνημαι, μνήμη. Δές γιά παράγωγα στά ρήματα πού ἀναφέρονται παραπάνω.