3,274,913
edits
(Bailly1_1) |
(CSV import) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[αἰκίζω]]. | |btext=v. [[αἰκίζω]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[βλάπτω]], κακομεταχειρίζομαι). Παρασύνθετο ἀπό τό ἐπίθ. [[αἰκής]] (α στερητ.+ θ. ϝεικ τοῦ [[ἔοικα]]) (=ἄπρεπος, [[ἀνάρμοστος]]), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[αἰκία]], [[αἴκισμα]] (=κάκωση), [[αἰκισμός]], [[αἰκιστικός]], [[αἰκίστρια]]. | |||
}} | }} |