Anonymous

αἰκίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
(Bailly1_1)
 
(CSV import)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[αἰκίζω]].
|btext=v. [[αἰκίζω]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[βλάπτω]], κακομεταχειρίζομαι). Παρασύνθετο ἀπό τό ἐπίθ. [[αἰκής]] (α στερητ.+ θ. ϝεικ τοῦ [[ἔοικα]]) (=ἄπρεπος, [[ἀνάρμοστος]]), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[αἰκία]], [[αἴκισμα]] (=κάκωση), [[αἰκισμός]], [[αἰκιστικός]], [[αἰκίστρια]].
}}
}}