αἰκίζομαι

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source

French (Bailly abrégé)

αἰκίζω, Moy. αἰκίζομαι plus us., m. sign. : τινα αἰκίζεσθαι τὰ ἔσχατα XÉN faire subir à qqn les derniers outrages.
Étymologie: contr. att. de ἀεικίζω.

Mantoulidis Etymological

(=βλάπτω, κακομεταχειρίζομαι). Παρασύνθετο ἀπό τό ἐπίθ. αἰκής (α στερητ.+ θ. ϝεικ τοῦ ἔοικα) (=ἄπρεπος, ἀνάρμοστος), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: αἰκία, αἴκισμα (=κάκωση), αἰκισμός, αἰκιστικός, αἰκίστρια.