Anonymous

τλάω: Difference between revisions

From LSJ
1,326 bytes added ,  14 October 2022
CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
(CSV import)
Line 28: Line 28:
|mltxt=[[τλάω]], Α<br /><b>1.</b> (σχετικά με κόπους, δυσχέρειες, ταλαιπωρίες) [[υφίσταμαι]], [[υποφέρω]], [[υπομένω]]<br /><b>2.</b> <b>απόλ.</b> [[βαστάζω]], [[κρατώ]], [[αντέχω]] («[[τέτλαθι]] δή, [[κραδίη]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με απρμφ.) [[τολμώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («[[οὔτε]] λόχονδ' ἰέναι τέτληκας θυμῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (με καλή ή κακή σημ.) αναγκάζομαι να [[κάνω]] [[κάτι]] αντίθετο με τα αισθήματα ή τις διαθέσεις μου<br /><b>5.</b> έχω το [[θάρρος]], την [[αυθάδεια]], τη [[σκληρότητα]] ή την [[ευχαρίστηση]], την ευσπλαχνία, την [[υπομονή]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («μὴ τλῇς με προδοῦν
|mltxt=[[τλάω]], Α<br /><b>1.</b> (σχετικά με κόπους, δυσχέρειες, ταλαιπωρίες) [[υφίσταμαι]], [[υποφέρω]], [[υπομένω]]<br /><b>2.</b> <b>απόλ.</b> [[βαστάζω]], [[κρατώ]], [[αντέχω]] («[[τέτλαθι]] δή, [[κραδίη]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με απρμφ.) [[τολμώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («[[οὔτε]] λόχονδ' ἰέναι τέτληκας θυμῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (με καλή ή κακή σημ.) αναγκάζομαι να [[κάνω]] [[κάτι]] αντίθετο με τα αισθήματα ή τις διαθέσεις μου<br /><b>5.</b> έχω το [[θάρρος]], την [[αυθάδεια]], τη [[σκληρότητα]] ή την [[ευχαρίστηση]], την ευσπλαχνία, την [[υπομονή]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («μὴ τλῇς με προδοῦν
αι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[δέχομαι]] αναγκαστικά («ἔτλα... φῶς ἀλλάξαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> έχω τη [[δύναμη]], [[μπορώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («πῶς ἔτλης σὰς ὄψεις μαρᾱναι;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «τετληότι θυμῷ» — με [[υπομονή]], με [[καρτερία]] (<b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. μαρτυρείται στον αόρ. <i>ἔ</i>-<i>τλη</i>-<i>ν</i> / <i>ἔ</i>-<i>τλα</i>-<i>ν</i> (σχηματισμένο πιθ. [[κατά]] το <i>ἔστην</i>), στον μέλλ. <i>τλή</i>-<i>σομαι</i> και στους παρακμ. <i>τέτληκα</i> και <i>τέτλᾰμεν</i> (μτχ. <i>τετληώς</i>). Μαρτυρείται [[επίσης]] ο επικ. τ. σιγματικού αορ. <i>ταλά</i>-<i>σσαι</i> / <i>τελά</i>-<i>σσαι</i>. Όλο το προηγούμενο ρηματικό [[σύστημα]] ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>tel</i>- / <i>tel</i><i>ā</i>- «[[σηκώνω]], [[ζυγίζω]], [[μεταφέρω]]» και μτφ. «[[υπομένω]], [[υποφέρω]]» για τον σχηματισμό τών τ. και τις συνδέσεις <b>βλ. λ.</b> [[τάλας]])].
αι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[δέχομαι]] αναγκαστικά («ἔτλα... φῶς ἀλλάξαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> έχω τη [[δύναμη]], [[μπορώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («πῶς ἔτλης σὰς ὄψεις μαρᾱναι;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «τετληότι θυμῷ» — με [[υπομονή]], με [[καρτερία]] (<b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. μαρτυρείται στον αόρ. <i>ἔ</i>-<i>τλη</i>-<i>ν</i> / <i>ἔ</i>-<i>τλα</i>-<i>ν</i> (σχηματισμένο πιθ. [[κατά]] το <i>ἔστην</i>), στον μέλλ. <i>τλή</i>-<i>σομαι</i> και στους παρακμ. <i>τέτληκα</i> και <i>τέτλᾰμεν</i> (μτχ. <i>τετληώς</i>). Μαρτυρείται [[επίσης]] ο επικ. τ. σιγματικού αορ. <i>ταλά</i>-<i>σσαι</i> / <i>τελά</i>-<i>σσαι</i>. Όλο το προηγούμενο ρηματικό [[σύστημα]] ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>tel</i>- / <i>tel</i><i>ā</i>- «[[σηκώνω]], [[ζυγίζω]], [[μεταφέρω]]» και μτφ. «[[υπομένω]], [[υποφέρω]]» για τον σχηματισμό τών τ. και τις συνδέσεις <b>βλ. λ.</b> [[τάλας]])].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ὑπομένω]], καρτερῶ). Ἀπό ρίζα ταλ. Θέμα ταλα καί μέ [[συγκοπή]] τλα + ω → [[τλάω]] -ῶ, πού δέ συναντιέται πουθενά (μόνον στούς μεταγενέστερους). Ἀντί γιά τό [[τλάω]] χρησιμοποιεῖται ὁ παρακ. [[τέτληκα]] ἤ οἱ ἐνεστ.: τολμῶ, ἀνέχομαι, [[ὑπομένω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τάλας]], [[ταλαίπωρος]], [[τάλαντον]], [[ταλαντεύω]], [[ταλαντοῦχος]], [[τάλαρος]] (=καλάθι), [[ταλασία]], [[ταλασιουργός]], [[ταλασίφρων]] (=[[καρτερικός]]), [[Τάνταλος]], [[τελαμών]], [[Ἄτλας]], [[πολύτλας]], [[τλήμων]], [[πολυτλήμων]], [[τλημόνως]], [[τλημοσύνη]], [[τληπαθής]] (=δυστυχισμένος), [[τλησίπονος]], [[τλησικάρδιος]], [[τλησίφρων]], [[τλήθυμος]], [[τληπάθεια]], [[τλῆσις]], [[τλητικός]], [[τλητός]], [[ἄτλητος]], [[πολύτλητος]], [[τολμάω]] -ῶ, [[ἴσως]] καί τό [[τέλος]] (στή [[σημασία]], [[φόρος]]).
}}
}}