Anonymous

αὐτοπτικός: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
(CSV import)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή,-ό (Α [[αὐτοπτικός]], -ή -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτόπτη ή στην [[αυτοψία]].
|mltxt=-ή,-ό (Α [[αὐτοπτικός]], -ή -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτόπτη ή στην [[αυτοψία]].
}}
{{elmes
|esmgtx=-όν graf. αὐθ- 1 [[relativo a una visión directa]] esp. de la divinidad αὐθοπτικῆς λεκανομαντείας ἅμα καὶ νεκυοαγωγῆς σκέψις <b class="b3">observación de una lecanomancia de visión directa de la divinidad junto con una necromancia</b> P IV 221 2 subst. ἡ ἀ. [[práctica para obtener una visión directa]] P VII 335
}}
}}