3,274,831
edits
(CSV import) |
(CSV import) |
||
Line 45: | Line 45: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀπό ρίζα τερ- τοῦ [[τείρω]]. Θέματα: α) ἀσθενές τρῐβκαί β) τρῑβ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τριβή]] καί τά σύνθ. (ἀπο, δια, [[ἐν]], προσ, συν) [[τριβή]], [[ἀτριβής]] (=[[ἀπάτητος]], [[σπάνιος]]), [[ἐντριβής]] (=[[ἔμπειρος]]), [[παιδοτρίβης]] (=δάσκαλος τῆς γυμναστικῆς), [[τρίβος]], ὁ, ἡ (=μονοπάτι), [[τρίβων]], ὁ (=τριμμένο ροῦχο), [[τρίβων]], ὁ, ἡ (ἐπίθ. = [[ἔμπειρος]], [[πανοῦργος]]), [[τριβωνεύομαι]], [[τριβώνιον]], [[τριβωνάριον]], [[τριβωνικῶς]], [[ἀτρίβαστος]] (ἐνν. [[ἵππος]] = [[ἀγύμναστος]] νά βαδίζει σέ ἀνώμαλο δρόμο), [[τρῖμμα]], [[ἔντριμμα]], [[ἐπίτριμμα]] (=φτιασίδι), [[παράτριμμα]] (=[[σύγκαμμα]]), [[περίτριμμα]] (=τιποτένιος [[ἄνθρωπος]]), [[σύντριμμα]], [[τριμμός]] (=[[δρόμος]] ὅπου συχνάζουν πολλοί ἄνθρωποι), [[συντριμμός]], [[τριπτέον]], [[τριπτήρ]] -ῆρος, ὀ (=γουδοχέρι), [[τριπτήριον]] (=τρίφτης), [[τρίπτης]], [[συντριπτικός]], [[συντριπτέον]], [[τριπτός]], [[ἄτριπτος]], [[ἐπίτριπτος]] (=[[πανοῦργος]]), [[τρῖψις]] (=τρίψιμο), [[ἀπότριψις]], [[χρονοτριβῶ]]. | |mantxt=Ἀπό ρίζα τερ- τοῦ [[τείρω]]. Θέματα: α) ἀσθενές τρῐβκαί β) τρῑβ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τριβή]] καί τά σύνθ. (ἀπο, δια, [[ἐν]], προσ, συν) [[τριβή]], [[ἀτριβής]] (=[[ἀπάτητος]], [[σπάνιος]]), [[ἐντριβής]] (=[[ἔμπειρος]]), [[παιδοτρίβης]] (=δάσκαλος τῆς γυμναστικῆς), [[τρίβος]], ὁ, ἡ (=μονοπάτι), [[τρίβων]], ὁ (=τριμμένο ροῦχο), [[τρίβων]], ὁ, ἡ (ἐπίθ. = [[ἔμπειρος]], [[πανοῦργος]]), [[τριβωνεύομαι]], [[τριβώνιον]], [[τριβωνάριον]], [[τριβωνικῶς]], [[ἀτρίβαστος]] (ἐνν. [[ἵππος]] = [[ἀγύμναστος]] νά βαδίζει σέ ἀνώμαλο δρόμο), [[τρῖμμα]], [[ἔντριμμα]], [[ἐπίτριμμα]] (=φτιασίδι), [[παράτριμμα]] (=[[σύγκαμμα]]), [[περίτριμμα]] (=τιποτένιος [[ἄνθρωπος]]), [[σύντριμμα]], [[τριμμός]] (=[[δρόμος]] ὅπου συχνάζουν πολλοί ἄνθρωποι), [[συντριμμός]], [[τριπτέον]], [[τριπτήρ]] -ῆρος, ὀ (=γουδοχέρι), [[τριπτήριον]] (=τρίφτης), [[τρίπτης]], [[συντριπτικός]], [[συντριπτέον]], [[τριπτός]], [[ἄτριπτος]], [[ἐπίτριπτος]] (=[[πανοῦργος]]), [[τρῖψις]] (=τρίψιμο), [[ἀπότριψις]], [[χρονοτριβῶ]]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=1 [[triturar]], [[machacar]] gener. plantas y partes de animales λαβὼν κλάδον δάφνης καὶ κύμινον Αἰθιοπικὸν καὶ στρύχνον βοτάνην ὁμοῦ τρίψον <b class="b3">toma una rama de laurel, comino etíope y una planta de adormidera y tritúralo todo junto</b> P II 36 τρίψας τὴν καρδίαν τῇ αʹ τῆς θεοῦ σύμμιξον τῷ μέλιτι <b class="b3">tritura el corazón en el día primero de la diosa y mézclalo con miel</b> P III 427 λαβὼν ᾠὸν κορώνης καὶ κορωνοποδίου βοτάνης χυλὸν καὶ χολὴν νάρκας ποταμίας τρῖψον μετὰ μέλιτος <b class="b3">toma un huevo de corneja, jugo de la planta «cuerno de ciervo» y la hiel de un torpedo de río y machácalo con miel</b> P XXXVI 284 ταῦτα τρίψας σὺν ἐλαίῳ σουσίνῳ <b class="b3">triturándolo todo con aceite de lilas</b> P I 248 ὁμοῦ πάντα τρίψας ἐπίχυννε εἰς τὸ ἔλαιον, ἄχρι οὗ ὡς ἔλαιον γένηται <b class="b3">tritúralo todo junto y viértelo en el aceite, hasta que se haga como aceite</b> P LXI 3 λαβὼν τὸν κάνθαρον τρίψον μετὰ κατανάγκης βοτάνης καὶ βάλε εἰς βησίον ὑελοῦν <b class="b3">toma un escarabajo, tritúralo con planta de arveja y échalo en una taza de cristal</b> P VII 975 τοῦ πιπερίου βʹ τρίψας μῖξον μετὰ ὀποπάνακος <b class="b3">tritura dos (granos) de pimienta y mézclalos con opopánax</b> SM 96A 67 τρῖψον τῷ τραπεζίῳ μετὰ κηροῦ <b class="b3">tritura (la estatuilla) en una mesa con cera</b> SM 96A 61 para ungirse λαβὼν βοτάνην ἀρτεμισίαν, ἡλιοπάλιον ..., τρίψας ὁμοῦ πάντα ... καὶ χρῖέ σου τὰ χείλη <b class="b3">toma una planta de artemisa, un heliópalo, tritúralo todo junto y úngete los labios</b> P II 19 λαβὼν μυῖαν καὶ στίμιν Kοπτικὸν τρῖψον, ἔγχριε τοὺς ὀφθαλμούς σου <b class="b3">toma una mosca y antimonio cóptico, tritúralos y úngete los ojos</b> P VII 336 λέγε τὸν λόγον, ὅταν τρίβῃς καὶ ὅταν συνχρίῃ τὸ αἰδοῖον σου <b class="b3">pronuncia la fórmula al triturar y al ungir tu sexo</b> P XXXVI 285 πέπερι μετὰ μέλιτος τρίψας χρῖέ σου τὸ πρᾶγμα <b class="b3">tritura pimienta con miel y unta tu cosa</b> P VII 185 P VII 192 para hacer aspersiones ῥοδοδάφνην μετ' ἅλμης βρέξας καὶ τρίψας ῥᾶνον <b class="b3">humedece adelfa con agua de mar, tritúralo y haz aspersiones</b> P VII 153 ῥοδοδάφνας τρῖψον μετὰ ὄξους καὶ ῥάντισον τὰ πρόθυρα τοῦ μνημείου <b class="b3">tritura hojas de adelfa con vinagre y rocía la entrada de la tumba</b> SM 97re 1 para beber στροβίλια πεντήκοντα μετὰ δύο κυάθων γλυκέος καὶ κόκκους πεπέρεως τρίψας πίε <b class="b3">machaca cincuenta piñones y granos de pimienta con dos tazas de vino dulce y bébelo</b> P VII 184 εὐζώμου σπέρμα μετὰ στροβιλίων σὺν οἴνῳ τρίψας νήστης πίε <b class="b3">machaca semilla de roqueta y piñones con vino y bebe en ayunas</b> SM 83 8 2 en v. med. [[frotarse]] la cabeza τρίψον σου τὴν κεφαλὴν καὶ καταβὰ<ς> κοιμῶ <b class="b3">frota tu cabeza, baja y ve a dormir</b> P VII 1010 | |||
}} | }} |