Anonymous

ἅπτω: Difference between revisions

From LSJ
1,522 bytes added ,  15 October 2022
CSV import
(CSV import)
(CSV import)
Line 55: Line 55:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=προσδένω, [[ἐγγίζω]]). Ρίζα αφμε [[πρόσφυμα]] τ → ἅφ-τ-ω → [[ἅπτω]].<br><b>Παράγωγα:</b> ἁφή (=[[ἄναμμα]], ψηλάφηση), [[ἐπαφή]] (καί ὄχι ἐφαφή, γιατί στήν [[ἀρχή]] ἡ λέξη ἁφή ἔπαιρνε ψιλή), [[Ἔπαφος]] (=ὁ γιός τοῦ [[Διός]] καί τῆς Ἰοῦς), [[ἁπτός]], [[ἅπτρα]] καί ἅπτριον (=τό φυτίλι τοῦ λύχνου), [[ἁπτέον]], [[προσαπτέον]], [[ἁπτικός]], περίαπτον (=φυλαχτό), [[ἄαπτος]] (=[[ἀνίκητος]]), [[ἅψις]] (=ψηλάφηση, διατάραξη), [[ἁψίς]] (=σύνδεση, [[θόλος]]), [[ἁψίκορος]] (=αὐτός πού χορταίνει [[μόλις]] ἀγγίξει τά φαγητά, [[δύσκολος]]), [[ἁψιμαχέω]], [[ἁψιμαχία]] (=[[ἀκροβολισμός]]), [[ἁψίθυμος]], [[ἁψικάρδιος]], [[ἅψος]], τό (=ἄρθρωση), [[ἅμμα]] (=σχοινί), [[ἁφάω]] (=ψηλαφῶ), [[ἀφάσσω]] (=ψηλαφῶ).
|mantxt=(=προσδένω, [[ἐγγίζω]]). Ρίζα αφμε [[πρόσφυμα]] τ → ἅφ-τ-ω → [[ἅπτω]].<br><b>Παράγωγα:</b> ἁφή (=[[ἄναμμα]], ψηλάφηση), [[ἐπαφή]] (καί ὄχι ἐφαφή, γιατί στήν [[ἀρχή]] ἡ λέξη ἁφή ἔπαιρνε ψιλή), [[Ἔπαφος]] (=ὁ γιός τοῦ [[Διός]] καί τῆς Ἰοῦς), [[ἁπτός]], [[ἅπτρα]] καί ἅπτριον (=τό φυτίλι τοῦ λύχνου), [[ἁπτέον]], [[προσαπτέον]], [[ἁπτικός]], περίαπτον (=φυλαχτό), [[ἄαπτος]] (=[[ἀνίκητος]]), [[ἅψις]] (=ψηλάφηση, διατάραξη), [[ἁψίς]] (=σύνδεση, [[θόλος]]), [[ἁψίκορος]] (=αὐτός πού χορταίνει [[μόλις]] ἀγγίξει τά φαγητά, [[δύσκολος]]), [[ἁψιμαχέω]], [[ἁψιμαχία]] (=[[ἀκροβολισμός]]), [[ἁψίθυμος]], [[ἁψικάρδιος]], [[ἅψος]], τό (=ἄρθρωση), [[ἅμμα]] (=σχοινί), [[ἁφάω]] (=ψηλαφῶ), [[ἀφάσσω]] (=ψηλαφῶ).
}}
{{elmes
|esmgtx=1 act. [[encender]] ἐπιθεὶς λύχνον ἀμίλτωτον ἅψον <b class="b3">pon una lámpara no pintada de rojo y enciéndela</b> P VII 542 ῥάκος ἀπὸ βιαίου ἐλλύχνιον ποιήσας ἅψον λύχνον <b class="b3">haz una mecha con ropa de uno muerto violentamente y enciende una lámpara</b> P II 145 λύχνους δύο ἅπτε κοτυλιαίους ἔνθα καὶ ἔνθα τοῦ βωμοῦ <b class="b3">enciende dos lámparas de una cotila a un lado y otro del altar</b> P XIII 366 ἅψον λύχνους ἑπτὰ ἐπάνω πλίνθων ζʹ ὠμῶν <b class="b3">enciende siete lámparas sobre siete ladrillos sin cocer</b> P III 22 ἅπτε δὲ λιβανω<τόν> <b class="b3">enciende el incensario</b> P VII 543 ποίησον τόδε, καὶ ἅψω σου τὰς λαμπάδας <b class="b3">haz esto y encenderé tus antorchas (como coacción a la divinidad) </b> P XII 9 2 [[atar]] φυλακτήριον οἴσεις ἅψας δεξιᾷ χειρὶ καὶ ἀριστερᾷ χειρὶ νυκτός <b class="b3">llevarás un amuleto atándolo a tu mano derecha y a tu mano izquierda de noche</b> P XII 13 SM 78 2.6 (fr. lac.) 3 en v. med. [[tocar]] como medio de curación, en pap. crist. πιστεύομεν ὅτι ... ἥψω τῆς χειρὸς αὐτῆς καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετός <b class="b3">creemos que tocaste su mano y la fiebre la abandonó</b> SM 31 2
}}
}}