αἰτέω: Difference between revisions

1,874 bytes added ,  15 October 2022
CSV import
(CSV import)
(CSV import)
Line 54: Line 54:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=ζητῶ). Ἰσως ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό [[αἶσα]] (=[[μοῖρα]]). Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: [[αἴτησις]], [[αἴτημα]], [[παραίτησις]], [[διαιτητής]], [[αἰτητικός]], [[ἀπαιτητικός]], [[αἰτητός]], [[ἀπαραίτητος]], [[αἰτήσιος]], [[ἐπαίτης]], [[αἰτία]] (=[[κατηγορία]]), [[αἰτιάζομαι]], [[αἰτίαμα]] (=[[κατηγορία]]), αἰτιῶμαι, [[αἰτίασις]], [[αἰτίζω]] (=ζητῶ ἐπίμονα), [[αἴτιος]], [[αἰτιολογία]], [[αἰτιολογικός]].
|mantxt=-ῶ (=ζητῶ). Ἰσως ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό [[αἶσα]] (=[[μοῖρα]]). Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: [[αἴτησις]], [[αἴτημα]], [[παραίτησις]], [[διαιτητής]], [[αἰτητικός]], [[ἀπαιτητικός]], [[αἰτητός]], [[ἀπαραίτητος]], [[αἰτήσιος]], [[ἐπαίτης]], [[αἰτία]] (=[[κατηγορία]]), [[αἰτιάζομαι]], [[αἰτίαμα]] (=[[κατηγορία]]), αἰτιῶμαι, [[αἰτίασις]], [[αἰτίζω]] (=ζητῶ ἐπίμονα), [[αἴτιος]], [[αἰτιολογία]], [[αἰτιολογικός]].
}}
{{elmes
|esmgtx=[[pedir]], [[suplicar]] c. ac. de pers. τὸν θεὸν εἰς ἀνατολήν ... αἰτοῦ <b class="b3">al dios, al amanecer, suplica</b> P III 310 δέδωκας ἐλευθερίαν τῷ κτίσματι αἰτουμένῳ δεσπότην <b class="b3">has dado libertad a la creación que pedía al señor</b> C 13 13 c. ac. de cosa αἰτῶν σύστασιν τὴν τοῦ θεοῦ <b class="b3">pidiendo comunicación con el dios</b> P III 695 c. ac. de pers. y cosa προσκυνήσαντες μηδεμίαν ᾐτήσαμεν λιτήν <b class="b3">adorándote, ninguna cosa te pedimos</b> P III 607 ὃ ἐὰν αὐτὴν αἰτῶ ἐπήκοός μοι ἦν <b class="b3">que me obedezca en lo que le pida</b> SM 39 6 c. ac. de pers. y or. de relat. αἰτοῦ δὲ, ἃ βούλει, τὸν θεόν <b class="b3">pide al dios lo que quieras</b> P IV 777 c. ac. de cosa y prep. c. gen. ὃ ἄν παρὰ τινος αἰτήσῃς, πάντως λήμψει <b class="b3">lo que pidas a cualquiera, lo conseguirás plenamente</b> P XII 277 c. inf. y prep. c. gen. λέγε λόγον αὔτοπτον καὶ αἴτησαι παρὰ τοῦ δεσπότου προγνῶναι <b class="b3">recita la fórmula de visión directa y pide al señor conocer de antemano</b> P III 699 c. or. subord. αἰτῶν καὶ παρακαλῶν ὅπως διώξῃς ἀπ' ἐμοῦ ... τὸν δαίμονα <b class="b3">pidiendo y suplicando que alejes de mí al demonio</b> C 9 7 abs. ἐὰν αἰτήσῃς, δώσει σοι ἀπὸ τοῦ σπονδείου πεῖν <b class="b3">si se lo pides, te dará a beber de la copa</b> P VII 737 εἰ δέ τις ἔχει καὶ δίδωσιν, αἰτῶ, δέομαι <b class="b3">si alguien la tiene y la da, yo pido, suplico</b> P XXXIV 16
}}
}}