Anonymous

χωρικός: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[χωρικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χώρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[χωριό]] ή αυτός που προέρχεται από το [[χωριό]], [[αγροτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χωρικά ύδατα»<br /><b>(νομ.)</b> η [[μεταξύ]] τών ακτών ή της εσωτερικής θάλασσας ορισμένου κράτους και της ελεύθερης θάλασσας<br />θαλάσσια [[περιοχή]] στην οποία ασκεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα το [[κράτος]] αυτό<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[χωρικός]] και η [[χωρική]]<br />ο [[κάτοικος]] του χωριού, [[χωριάτης]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[κουτός]] ή [[παράλογος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[άνθρωπος]] [[ηλίθιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιθαγενής]], [[ντόπιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χωρικῶς</i> Α<br />(πιθ. τ.) με τρόπο που αρμόζει σε έναν χωρικό.<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό, Ν [[χώρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χώρο (α. «[[χωρική]] [[διάσταση]]» β. «[[χωρική]] [[καμπύλη]]»).
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[χωρικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χώρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[χωριό]] ή αυτός που προέρχεται από το [[χωριό]], [[αγροτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χωρικά ύδατα»<br /><b>(νομ.)</b> η [[μεταξύ]] τών ακτών ή της εσωτερικής θάλασσας ορισμένου κράτους και της ελεύθερης θάλασσας<br />θαλάσσια [[περιοχή]] στην οποία ασκεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα το [[κράτος]] αυτό<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[χωρικός]] και η [[χωρική]]<br />ο [[κάτοικος]] του χωριού, [[χωριάτης]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[κουτός]] ή [[παράλογος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[άνθρωπος]] [[ηλίθιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιθαγενής]], [[ντόπιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χωρικῶς</i> Α<br />(πιθ. τ.) με τρόπο που αρμόζει σε έναν χωρικό.<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό, Ν [[χώρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χώρο (α. «[[χωρική]] [[διάσταση]]» β. «[[χωρική]] [[καμπύλη]]»).
}}
{{elmes
|esmgtx=-όν [[de la zona]], [[indígena]] de una caña utilizada en la práctica mágica κάλαμον χωρικὸν ὡς πηχῶν δύο πήξας ἐν τῇ γῇ ὀλίγον ἐπικεκλιμένον <b class="b3">fija en la tierra una caña de la zona de dos codos de tamaño, un poco inclinada</b> P IV 64
}}
}}