Anonymous

ἀμόλυντος: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμόλυντος]], -ον) [[μολύνω]]<br />(με [[ηθική]] [[σημασία]]) [[αμίαντος]], [[ακηλίδωτος]], [[καθαρός]], [[άσπιλος]], [[αγνός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν μολύνθηκε ή δεν μπορεί να μολυνθεί (π. χ. από μικρόβια).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμόλυντος]], -ον) [[μολύνω]]<br />(με [[ηθική]] [[σημασία]]) [[αμίαντος]], [[ακηλίδωτος]], [[καθαρός]], [[άσπιλος]], [[αγνός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν μολύνθηκε ή δεν μπορεί να μολυνθεί (π. χ. από μικρόβια).
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[inmaculado]], [[que no tiene mancha]] de la Virgen María θεοτόκε, ἄφθαρτε, ἀμίαντε, ἀμόλυντε μήτηρ Χριστοῦ <b class="b3">madre de Dios, incorruptible, sin mancha, inmaculada madre de Cristo</b> C 15b 8
}}
}}