ἀμόλυντος

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμόλυντος Medium diacritics: ἀμόλυντος Low diacritics: αμόλυντος Capitals: ΑΜΟΛΥΝΤΟΣ
Transliteration A: amólyntos Transliteration B: amolyntos Transliteration C: amolyntos Beta Code: a)mo/luntos

English (LSJ)

ἀμόλυντον, (μολύνω)
A undefiled, LXX Wi.7.22, X.Eph.2.9, Muson.Fr.18Bp.105 H., Arr.Epict.4.11.8; παρθένος IG14.264 (Agrigentum).
II Act., not leaving any stain, κινεῖν μέχρι ἀμολύντου Crito ap.Gal.12.487, cf. Antyll. ap. Orib.9.24.4, Olymp.in Mete.307.1.

Spanish (DGE)

-ον
I 1act. no manchadizo, que no deja mancha τὸ δὲ πηγνύμενον ἀμόλυντόν ἐστι Olymp.in Mete.307.1.
2 tb. act., de emplastos y otras sustancias que no deja mancha, que no se pega, solidificado κίνει ἄχρις ἀμολύντου Crito en Gal.12.487, ἀμόλυντα εἶναι καὶ μὴ περιρρεῖν Antyll. en Orib.9.24.4, ἕψε ἔλαιον ... ἕως ἀμόλυντον γένηται Philum.Ven.10.8.
3 pas. no manchado, limpio ὀφθαλμὸς ἀπαθὴς καὶ ἀμόλυντος Clem.Al.Strom.6.15.119
subst. τὸ ἀμόλυντον = limpieza, higiene (en el comer), Muson.Fr.18B.
II fig. de pers. y abstr. puro, inmaculado θυγατρὶ παρθένῳ ἀμολύντῳ γλυκυτάτῃ IG 14.264 (Agrigento), φυλάξειν ἀμόλυντον (τὴν κόρην) X.Eph.2.9.4
de abstr. πνεῦμα LXX Sap.7.22, κάθαρσις Arr.Epict.4.11.8, φύσις Gr.Nyss.M.44.1144A
c. gen. κακίης ἀμόλυντος ... λογισμός razonamiento limpio de maldad Heliod. en Gal.14.145.
III adv. ἀμολύντως = sin mancha ἀμόλυντος ἐνεργούμενα ... ἔργα Cyr.Al.M.69.824C.

Léxico de magia

-ον inmaculado, que no tiene mancha de la Virgen María θεοτόκε, ἄφθαρτε, ἀμίαντε, ἀμόλυντε μήτηρ Χριστοῦ madre de Dios, incorruptible, sin mancha, inmaculada madre de Cristo C 15b 8

German (Pape)

[Seite 127] unbefleckt, Sp. Bei Galen. auch: nicht schmutzend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόλυντος: -ον, (μολύνω) = ἀμίαντος, Ἑβδ., Ξεν. Ἐφεσ. 2. 9, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 167, ἐν τέλ. ΙΙ. ὁ μὴ μολύνων, μὴ καταλείπων σημεῖόν τι ἢ κηλῖδα, Γαλην., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Ἐπιφάν.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμόλυντος, -ον) μολύνω
(με ηθική σημασία) αμίαντος, ακηλίδωτος, καθαρός, άσπιλος, αγνός
νεοελλ.
αυτός που δεν μολύνθηκε ή δεν μπορεί να μολυνθεί (π. χ. από μικρόβια).