Anonymous

σώφρων: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 51: Line 51:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[φρόνιμος]], [[συνετός]], συγκρατημένος, [[ἁγνός]]). Ἀπό τό [[σῶς]] ([[σῶος]]) + [[φρήν]], φρενός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σωφρονῶ, [[σωφρόνημα]], [[σωφρονητέον]], [[σωφρονητικός]], [[σωφρονίζω]], [[σωφρονικός]], σωφρόνησις (=[[τιμωρία]]), [[σωφρόνισμα]], [[σωφρονισμός]], [[σωφρονιστήρ]], [[σωφρονιστήριον]], [[σωφρονιστής]], [[σωφρονιστικός]], [[ἀσωφρόνιστος]], ἡ [[σωφρονιστύς]] -ύος (=σωφρόνιση), [[σωφροσύνη]], [[σωφρόνως]]. • 213 Τ  
|mantxt=(=[[φρόνιμος]], [[συνετός]], συγκρατημένος, [[ἁγνός]]). Ἀπό τό [[σῶς]] ([[σῶος]]) + [[φρήν]], φρενός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σωφρονῶ, [[σωφρόνημα]], [[σωφρονητέον]], [[σωφρονητικός]], [[σωφρονίζω]], [[σωφρονικός]], σωφρόνησις (=[[τιμωρία]]), [[σωφρόνισμα]], [[σωφρονισμός]], [[σωφρονιστήρ]], [[σωφρονιστήριον]], [[σωφρονιστής]], [[σωφρονιστικός]], [[ἀσωφρόνιστος]], ἡ [[σωφρονιστύς]] -ύος (=σωφρόνιση), [[σωφροσύνη]], [[σωφρόνως]]. • 213 Τ  
}}
{{
|=Ταῦ
}}
}}