Anonymous

ἡγεμονικός: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἡγεμονικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[способный]] (при)вести, могущий направить (πρὸς τὴν [[φιλίαν]], πρὸς τὰ [[πονηρά]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[способный руководить]], [[умеющий управлять]] ([[φύσις]] τινός Plat.; [[ἀνήρ]] Xen., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[пользующийся авторитетом]] (ἐν τοῖς ἥλιξι Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[руководящий]], [[ведущий]] (τέχναι Plat.; [[ἐπιστήμη]] Arst.; [[τάξις]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> (= лат. [[imperatorius]]) имеющий опыт или звание военачальника (ἡγεμονικοὶ καὶ στρατηγικοὶ [[ἄνδρες]] Plut. - ср. 2).
|elrutext='''ἡγεμονικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[способный]] (при)вести, могущий направить (πρὸς τὴν [[φιλίαν]], πρὸς τὰ [[πονηρά]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[способный руководить]], [[умеющий управлять]] ([[φύσις]] τινός Plat.; [[ἀνήρ]] Xen., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[пользующийся авторитетом]] (ἐν τοῖς ἥλιξι Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[руководящий]], [[ведущий]] (τέχναι Plat.; [[ἐπιστήμη]] Arst.; [[τάξις]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> (= лат. [[imperatorius]]) имеющий опыт или звание военачальника (ἡγεμονικοὶ καὶ στρατηγικοὶ [[ἄνδρες]] Plut. - ср. 2).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1150.png Seite 1150]] zum Anführer gehörig, ihn betreffend, ihm eigen; οὐκ ἰσχυρὸν οὐδ' ἡγεμονικὸν οὐδ' ἀρχικὸν εἶναι τὴν ἐπιστήμην Plat. Prot. 352 b; εἰ φιλόσοφός τε καὶ ἡγεμονικὸς τὴν φύσιν, zum Anführer geeignet, Phaedr. 252 e; ἡγεμονικώτερος πρὸς τὴν πρᾶξιν, geeigneter den Anfang zu machen, Xen. Mem. 2, 3, 14; auch πρὸς τὰ πονηρά, dazu verleitend, Cyr. 2, 2, 25; Ὀδυσσέα τὸν ἡγεμονικώτατον ἄνδρα, der sich am besten auf das Anführen verstand, Pol. 9, 16, 1; ἡγεμ ονικοὶ καὶ στρατηγικοὶ κατελέγησαν ἄνδρες Plut. Pomp. 26; οἱ ἡγεμόνες ὑπολαμβάνοντες ἡγεμονικὴν εἶναι τὴν πρώτην χώραν Pol. 10, 22, 2; ἡγ. [[ἐμπειρία]] ibd. 4; ἡγεμονικωτέρα [[τάξις]], die Stellung, die sich besser für den Anführer ziemt, Plut. Poplic. 12; – τὸ ἡγεμονικόν, bei den Philosophen das leitende Princip, S. Emp. adv. Math. 7, 380, oft; D. L. 7, 159; Cic. de N. D. 2, 11. – Adv. ἡγεμονικῶς, z. B. συμφορὰν ὑπομένειν, eines Feldherrn würdig, Plut. Sertor. 27.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἡγεμονικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι»)<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («[[ἡγεμονικός]] τὴν φύσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει την [[κλίση]] ή την [[τάση]] να ηγεμονεύει, να άρχει («τὸ ἄρρεν... τοῦ θήλεος ἡγεμονικώτερον», Αριστ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε ηγεμόνα, [[μεγαλειώδης]], [[μεγαλοπρεπής]]<br /><b>2.</b> [[πλουσιοπάροχος]], [[γενναιόδωρος]] («ηγεμονικά δώρα»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἡγεμονικόν</i><br />αρχοντικό και υπερήφανο [[παράστημα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἡγεμονικόν</i><br />με τρόπο που αρμόζει σε ηγεμόνα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[σημαντικός]] («[[κλῆμα]] ἡγεμονικώτατον τῆς ἀμπέλου», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να οδηγεί, να κυβερνά («πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με», <b>Θ. Λειτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ύπατο ή σε βασιλιά<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον έπαρχο της Αιγύπτου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡγεμονικόν</i><br />α) (για τη [[γνώση]]) η εξουσιαστική [[αρχή]]<br />β) το εξουσιαστικό [[μέρος]], η [[δύναμη]] της ψυχής που καθοδηγεί, ο [[λόγος]]<br />γ) (για τον αιθέρα ή τον ήλιο) αυτός που κυβερνά την [[οικουμένη]]<br /><b>4.</b> <b>πάπ.</b> (ουδ. πληθ.) <i>τὰ ἡγεμονικά</i><br />οι απολαβές, ο [[μισθός]] του ηγεμόνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηγεμονικώς</i> και -<i>ά</i> (AM ἡγεμονικῶς)<br />με τρόπο που αρμόζει σε ηγεμόνα, σε αρχηγό<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[μεγαλοπρέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηγεμών</i> (-<i>όνος</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> (πρβλ. <i>αλαζον</i>-<i>ικός</i>, <i>κηδεμον</i>-<i>ικός</i>)].
}}
}}
{{ls
{{ls