Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπαράσσω: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
(CSV import)
(CSV import)
Line 48: Line 48:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=καί ἀττ. [[σπαράττω]] (=ξεσχίζω, κατακομματιάζω). Ἀπό ρίζα σπαρ- καί εἶναι συγγενικό μέ τό (ἀ)[[σπαίρω]] (=σπαρταρῶ). Θέμα σπαράγ + j + ω → [[σπαράσσω]] ἤ -ττω.<br><b>Παράγωγα:</b> [[σπάραγμα]], [[σπαραγματώδης]], [[σπαραγμός]], [[σπαράκτης]], [[σπάραξις]], σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος.
|mantxt=καί ἀττ. [[σπαράττω]] (=ξεσχίζω, κατακομματιάζω). Ἀπό ρίζα σπαρ- καί εἶναι συγγενικό μέ τό (ἀ)[[σπαίρω]] (=σπαρταρῶ). Θέμα σπαράγ + j + ω → [[σπαράσσω]] ἤ -ττω.<br><b>Παράγωγα:</b> [[σπάραγμα]], [[σπαραγματώδης]], [[σπαραγμός]], [[σπαράκτης]], [[σπάραξις]], σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος.
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=secouer ; convulser
}}
}}