3,277,019
edits
(CSV import) |
(CSV import) |
||
Line 48: | Line 48: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=κυνηγῶ). Ἀπό τό οὐσ. θήρ-[[θηρός]] (=ἄγριο ζῶο) ἀπό ὅπου τά παράγωγα: [[θήρα]], [[θηραγρέτης]] (=[[κυνηγός]]), [[θηράω]], [[θήραμα]], [[θηράσιμος]], [[θηρατήρ]] = [[θηράτωρ]] = [[θηρατής]] (=[[κυνηγός]]), [[θηράτειρα]], [[θηρατέος]], θηρατέον, [[θηρατικός]], [[θηρατός]], [[θήρατρον]] (=παγίδα), [[θήρειος]], [[θήρευμα]], [[θήρευσις]], [[θηρευτέον]], [[θηρευτήρ]] = [[θηρευτής]], [[θηρευτικός]], [[θηρευτός]], [[θηρεύτρια]], [[θηρίον]], [[θηριακός]], [[θηριότης]], [[θηριώδης]], θηριοῦμαι (=[[γίνομαι]] [[ἄγριος]]). | |mantxt=(=κυνηγῶ). Ἀπό τό οὐσ. θήρ-[[θηρός]] (=ἄγριο ζῶο) ἀπό ὅπου τά παράγωγα: [[θήρα]], [[θηραγρέτης]] (=[[κυνηγός]]), [[θηράω]], [[θήραμα]], [[θηράσιμος]], [[θηρατήρ]] = [[θηράτωρ]] = [[θηρατής]] (=[[κυνηγός]]), [[θηράτειρα]], [[θηρατέος]], θηρατέον, [[θηρατικός]], [[θηρατός]], [[θήρατρον]] (=παγίδα), [[θήρειος]], [[θήρευμα]], [[θήρευσις]], [[θηρευτέον]], [[θηρευτήρ]] = [[θηρευτής]], [[θηρευτικός]], [[θηρευτός]], [[θηρεύτρια]], [[θηρίον]], [[θηριακός]], [[θηριότης]], [[θηριώδης]], θηριοῦμαι (=[[γίνομαι]] [[ἄγριος]]). | ||
}} | |||
{{ntsuppl | |||
|ntstxt=tendre un piège ; surprendre (comme dans une chasse) | |||
}} | }} |