Anonymous

κλείδα: Difference between revisions

From LSJ
2,448 bytes added ,  6 November 2022
m
no edit summary
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κλείς]], -δός, Α ιων. τ. κληΐς, -ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, -ΐδος και -ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. [[κλῄς]], -ῇδος)<br /><b>1.</b> [[κλειδί]] («ὁ τῇ [[κλειδί]] τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ' άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[μεταξύ]] του άκρου του στέρνου και του ακρωμίου της [[ωμοπλάτης]] σιγμοειδές [[οστό]], κν. [[κλειδοκόκαλο]] («ἐπὶ [[πωλίον]]... ἀναβὰς ἔπεσον καὶ τὴν κλεῖν συνετρίβην», Ανδοκ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> το βασικό [[μέσο]] για τη [[λύση]] ή [[ερμηνεία]] ενός δυσνόητου προβλήματος ή αινιγματικού συγγράμματος ή συστήματος συνθηματικών συμβόλων, άγνωστης [[γραφής]] κ.λπ. («ανεκάλυψαν την [[κλείδα]] της Γραμμικής [[γραφής]] Β'»)<br /><b>4.</b> <b>αρχιτ.</b> [[μεσαίος]] [[σφηνόλιθος]] ή [[θολόλιθος]] επίπεδης ή καμπύλης αψίδας ή θόλου, αλλ. ακροσφήνιο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τηλεπ.</b> [[μικρός]] [[διακόπτης]] ασθενών ρευμάτων, ο [[οποίος]] φέρει ως στοιχεία ζεύξης μεταλλικά ελάσματα που διακόπτουν ή αποκαθιστούν τη [[λειτουργία]] διαφόρων τηλεπικοινωνιακών κυκλωμάτων με τη [[βοήθεια]] κομβίου ή μικρού μοχλού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μοχλός]] με τον οποίο έκλειναν από [[μέσα]] τη [[θύρα]], [[σύρτης]], [[αμπάρα]] («ἐς [[θάλαμον]] εἰσῆλθε [[παρά]] κληῖδος ἱμάντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] που θέτει φραγμό, ασφαλίζει και προστατεύει (α. «ἔστι κἀμοὶ κλῂς ἐπὶγλώσσῃ» — έχω φραγμό στη [[γλώσσα]], [[σιωπώ]], <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἀνοίξαντα κλῇδα φρενῶν», <b>Ευρ.</b><br />γ. «ᾔρατε τήν κλεῖδα τῆς γνώσεως», ΚΔ)<br /><b>3.</b> στρογγυλό [[άγκιστρο]] ή [[γλωσσίδα]] της πόρπης<br /><b>4.</b> η [[σάρκα]] του ψαριού [[θύννος]] [[γύρω]] από το ομώνυμο [[οστό]] («τὰ δὲ ὑπογάστρια [[αὐτοῦ]] και ἡ κλεὶς εὔστομα και ἁπαλά», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>5.</b> η [[θέση]], το [[κάθισμα]] τών κωπηλατών σε [[πλοίο]] ή, κατ' άλλους, ο [[σκαρμός]] τών κουπιών («πεντήκοντ' [[ἔσαν]] ἄνδρες ἐπὶ κληῗσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> στενή [[διάβαση]] ή καίρια [[θέση]] που, εάν τήν κατέχει [[κάποιος]], μπορεί να εμποδίσει το [[πέρασμα]] άλλων («[[μῆκος]] δὲ ἀπὸ τῶν κλειδῶν ἐπὶ τὸν Ἀκάμαντα [[πεζῇ]] σταδίων χιλίων», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>7.</b> (στη [[μετρική]]) [[ρυθμός]], [[ευφωνία]]<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κλεῖδες</i><br />ιερά στεφάνια<br /><b>9.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Κρήτες «κλεῖδα<br />ὑποδήματος εἴδος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kl</i><i>ā</i><i>u</i>- με ονοματική σημ. «[[άγκιστρο]], διχαλωτό [[κλαδί]]» και ρηματική σημ. «[[αγκιστρώνω]], [[κλείνω]]». Στην Ελληνική, η [[ρίζα]] εμφανίζει δύο παρεκτεταμένα θ. σε -<i>ι</i>-, <i>κλᾱF</i>-<i>ι</i>-<i>δ</i>- και <i>κλᾱF</i>-<i>ι</i>-<i>κ</i> ([[πρβλ]]. <i>κνημ</i>-<i>ι</i>-<i>δ</i>- του [[κνήμη]], [[χειρ]]-<i>ι</i>-<i>δ</i>- του [[χείρ]]). Από το θ. <i>κλᾱF</i>-<i>ι</i>-<i>δ</i> προέκυψε το <i>κλῃίς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κλᾱ</i>[[F]]-<i>ι</i>-<i>δ</i>-<i>ς</i>), αρχαιότερος τ., ενώ το [[κλείς]] [[είναι]] νεώτερο και σχηματίστηκε βάσει του νόμου του Osthoff ([[βράχυνση]] μακρού φωνήεντος προ ημιφώνου και συμφώνου). Από το θ. <i>κλᾶF</i>-<i>ι</i>-<i>κ</i>- προέκυψε ο τ. [[κλᾴξ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κλᾱ</i>[[F]]-<i>ι</i>-<i>κ</i>-<i>ς</i>). Η αιτ. εν. της αττ. διαλέκτου <i>κλεῖν</i> ερμηνεύεται ως αναλογικός τ. [[προς]] τύπους όπως το <i>ναῦν</i>. Το παρεκτεταμένο θ. σε -<i>ι</i>- έδωσε πιθ. και το μετονοματικό ρ. [[κληίω]] (αργότερα [[κλείω]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το [[κληίω]] [[είναι]] υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από τον αόρ. <i>ἐκλήισ</i>(<i>σ</i>)<i>α</i> του μετονοματικού [[κλῄζω]] (ΙΙ) «[[κλείνω]]», που ανάγεται στο παρεκτεταμένο θ. <i>κλᾱF</i>-<i>ι</i>-<i>δ</i>- ([[κλήζω]] [ΙΙ] <span style="color: red;"><</span> <i>κλᾱ</i>[[F]]-<i>ι</i>-<i>δ</i>-<i>yω</i>). Έτσι, όμως, το [[κλήζω]] (ΙΙ) θεωρείται [[αρχαίος]] τ., ενώ στα [[κείμενα]] απαντά σε συγγραφείς πολύ μεταγενέστερους από εκείνους που χρησιμοποιούν τα [[κληίω]] / [[κλείω]]. Επακριβής [[αντιστοιχία]] στη [[μορφή]] της ρίζας υπάρχει με τον λατ. τ. <i>clavos</i> «[[καρφί]], [[σύρτης]]», ενώ το <i>clavis</i> «[[σύρτης]], [[κλειδί]]» δεν αποκλείεται να αποτελεί [[δάνειο]] της Λατινικής από την Ελληνική. Παρομοίως, το αρχ. ιρλδ. <i>cl</i><i>ō</i> «[[καρφί]]» με πληθ. <i>cl</i><i>ō</i><i>i</i> δεν αποκλείεται να αποτελεί [[δάνειο]] της Κελτικής από τη Λατινική. Με τη λ. συνδέονται και ορισμένοι σλαβικοί τ., όπως το αρχ. σλαβ. <i>ključi</i> «[[κλειδί]]» ή το σερβικό <i>kljuka</i> «[[κλειδί]], [[άγκιστρο]]», τών οποίων όμως ο [[φωνηεντισμός]] συνεπάγεται μια δεύτερη [[μορφή]] <i>kleu</i>- της ΙΕ ρίζας. Τέλος, οι τ. της Γερμανικής, όπως το αρχ. άνω γερμανικό <i>sliozan</i> «[[κλείνω]]» και τα σύγχρονα <i>schliessen</i> «[[κλείνω]]», <i>Schlussel</i> «[[κλειδί]]» οδήγησαν στην [[υπόθεση]] μιας ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>kl</i>- με «κινητό» αρκτικό <i>s</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κλειδάς]], [[κλειδί]](<i>ον</i>), [[κλειδώ]], [[κλείω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλειδικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <i>κλεδοποιός</i>, [[κλειδούχος]], [[κλειδοφύλαξ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλειδαγωγία]], [[κλειδάρχης]], [[κλειδουχικός]], [[κλειδουχώ]], [[κλειδοφορία]], [[κλειδοφόρος]], [[κλειδοφορώ]], [[κλειδοφυλάκιον]], [[κλειδοφυλακώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλειδάριθμος]], [[κλειδοκέρας]], [[κλειδοκόκαλο]], <i>κλειδοκυμβαλιστής</i>, [[κλειδοκύμβαλο]], [[κλειδοποιία]], [[κλειδοσάλπιγγα]], [[κλειδόχορδο]]. (Β' συνθετικό) [[κατακλείδα]](-<i>είς</i>)].
|mltxt=η (AM [[κλείς]], -δός, Α ιων. τ. κληΐς, -ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, -ΐδος και -ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. [[κλῄς]], -ῇδος)<br /><b>1.</b> [[κλειδί]] («ὁ τῇ [[κλειδί]] τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ' άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[μεταξύ]] του άκρου του στέρνου και του ακρωμίου της [[ωμοπλάτης]] σιγμοειδές [[οστό]], κν. [[κλειδοκόκαλο]] («ἐπὶ [[πωλίον]]... ἀναβὰς ἔπεσον καὶ τὴν κλεῖν συνετρίβην», Ανδοκ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> το βασικό [[μέσο]] για τη [[λύση]] ή [[ερμηνεία]] ενός δυσνόητου προβλήματος ή αινιγματικού συγγράμματος ή συστήματος συνθηματικών συμβόλων, άγνωστης [[γραφής]] κ.λπ. («ανεκάλυψαν την [[κλείδα]] της Γραμμικής [[γραφής]] Β'»)<br /><b>4.</b> <b>αρχιτ.</b> [[μεσαίος]] [[σφηνόλιθος]] ή [[θολόλιθος]] επίπεδης ή καμπύλης αψίδας ή θόλου, αλλ. ακροσφήνιο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τηλεπ.</b> [[μικρός]] [[διακόπτης]] ασθενών ρευμάτων, ο [[οποίος]] φέρει ως στοιχεία ζεύξης μεταλλικά ελάσματα που διακόπτουν ή αποκαθιστούν τη [[λειτουργία]] διαφόρων τηλεπικοινωνιακών κυκλωμάτων με τη [[βοήθεια]] κομβίου ή μικρού μοχλού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μοχλός]] με τον οποίο έκλειναν από [[μέσα]] τη [[θύρα]], [[σύρτης]], [[αμπάρα]] («ἐς [[θάλαμον]] εἰσῆλθε [[παρά]] κληῖδος ἱμάντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] που θέτει φραγμό, ασφαλίζει και προστατεύει (α. «ἔστι κἀμοὶ κλῂς ἐπὶγλώσσῃ» — έχω φραγμό στη [[γλώσσα]], [[σιωπώ]], <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἀνοίξαντα κλῇδα φρενῶν», <b>Ευρ.</b><br />γ. «ᾔρατε τήν κλεῖδα τῆς γνώσεως», ΚΔ)<br /><b>3.</b> στρογγυλό [[άγκιστρο]] ή [[γλωσσίδα]] της πόρπης<br /><b>4.</b> η [[σάρκα]] του ψαριού [[θύννος]] [[γύρω]] από το ομώνυμο [[οστό]] («τὰ δὲ ὑπογάστρια [[αὐτοῦ]] και ἡ κλεὶς εὔστομα και ἁπαλά», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>5.</b> η [[θέση]], το [[κάθισμα]] τών κωπηλατών σε [[πλοίο]] ή, κατ' άλλους, ο [[σκαρμός]] τών κουπιών («πεντήκοντ' [[ἔσαν]] ἄνδρες ἐπὶ κληῗσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> στενή [[διάβαση]] ή καίρια [[θέση]] που, εάν τήν κατέχει [[κάποιος]], μπορεί να εμποδίσει το [[πέρασμα]] άλλων («[[μῆκος]] δὲ ἀπὸ τῶν κλειδῶν ἐπὶ τὸν Ἀκάμαντα [[πεζῇ]] σταδίων χιλίων», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>7.</b> (στη [[μετρική]]) [[ρυθμός]], [[ευφωνία]]<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κλεῖδες</i><br />ιερά στεφάνια<br /><b>9.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Κρήτες «κλεῖδα<br />ὑποδήματος εἴδος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kl</i><i>ā</i><i>u</i>- με ονοματική σημ. «[[άγκιστρο]], διχαλωτό [[κλαδί]]» και ρηματική σημ. «[[αγκιστρώνω]], [[κλείνω]]». Στην Ελληνική, η [[ρίζα]] εμφανίζει δύο παρεκτεταμένα θ. σε -<i>ι</i>-, <i>κλᾱF</i>-<i>ι</i>-<i>δ</i>- και <i>κλᾱF</i>-<i>ι</i>-<i>κ</i> ([[πρβλ]]. <i>κνημ</i>-<i>ι</i>-<i>δ</i>- του [[κνήμη]], [[χειρ]]-<i>ι</i>-<i>δ</i>- του [[χείρ]]). Από το θ. <i>κλᾱF</i>-<i>ι</i>-<i>δ</i> προέκυψε το <i>κλῃίς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κλᾱ</i>[[F]]-<i>ι</i>-<i>δ</i>-<i>ς</i>), αρχαιότερος τ., ενώ το [[κλείς]] [[είναι]] νεώτερο και σχηματίστηκε βάσει του νόμου του Osthoff ([[βράχυνση]] μακρού φωνήεντος προ ημιφώνου και συμφώνου). Από το θ. <i>κλᾶF</i>-<i>ι</i>-<i>κ</i>- προέκυψε ο τ. [[κλᾴξ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κλᾱ</i>[[F]]-<i>ι</i>-<i>κ</i>-<i>ς</i>). Η αιτ. εν. της αττ. διαλέκτου <i>κλεῖν</i> ερμηνεύεται ως αναλογικός τ. [[προς]] τύπους όπως το <i>ναῦν</i>. Το παρεκτεταμένο θ. σε -<i>ι</i>- έδωσε πιθ. και το μετονοματικό ρ. [[κληίω]] (αργότερα [[κλείω]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το [[κληίω]] [[είναι]] υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από τον αόρ. <i>ἐκλήισ</i>(<i>σ</i>)<i>α</i> του μετονοματικού [[κλῄζω]] (ΙΙ) «[[κλείνω]]», που ανάγεται στο παρεκτεταμένο θ. <i>κλᾱF</i>-<i>ι</i>-<i>δ</i>- ([[κλήζω]] [ΙΙ] <span style="color: red;"><</span> <i>κλᾱ</i>[[F]]-<i>ι</i>-<i>δ</i>-<i>yω</i>). Έτσι, όμως, το [[κλήζω]] (ΙΙ) θεωρείται [[αρχαίος]] τ., ενώ στα [[κείμενα]] απαντά σε συγγραφείς πολύ μεταγενέστερους από εκείνους που χρησιμοποιούν τα [[κληίω]] / [[κλείω]]. Επακριβής [[αντιστοιχία]] στη [[μορφή]] της ρίζας υπάρχει με τον λατ. τ. <i>clavos</i> «[[καρφί]], [[σύρτης]]», ενώ το <i>clavis</i> «[[σύρτης]], [[κλειδί]]» δεν αποκλείεται να αποτελεί [[δάνειο]] της Λατινικής από την Ελληνική. Παρομοίως, το αρχ. ιρλδ. <i>cl</i><i>ō</i> «[[καρφί]]» με πληθ. <i>cl</i><i>ō</i><i>i</i> δεν αποκλείεται να αποτελεί [[δάνειο]] της Κελτικής από τη Λατινική. Με τη λ. συνδέονται και ορισμένοι σλαβικοί τ., όπως το αρχ. σλαβ. <i>ključi</i> «[[κλειδί]]» ή το σερβικό <i>kljuka</i> «[[κλειδί]], [[άγκιστρο]]», τών οποίων όμως ο [[φωνηεντισμός]] συνεπάγεται μια δεύτερη [[μορφή]] <i>kleu</i>- της ΙΕ ρίζας. Τέλος, οι τ. της Γερμανικής, όπως το αρχ. άνω γερμανικό <i>sliozan</i> «[[κλείνω]]» και τα σύγχρονα <i>schliessen</i> «[[κλείνω]]», <i>Schlussel</i> «[[κλειδί]]» οδήγησαν στην [[υπόθεση]] μιας ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>kl</i>- με «κινητό» αρκτικό <i>s</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κλειδάς]], [[κλειδί]](<i>ον</i>), [[κλειδώ]], [[κλείω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλειδικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <i>κλεδοποιός</i>, [[κλειδούχος]], [[κλειδοφύλαξ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλειδαγωγία]], [[κλειδάρχης]], [[κλειδουχικός]], [[κλειδουχώ]], [[κλειδοφορία]], [[κλειδοφόρος]], [[κλειδοφορώ]], [[κλειδοφυλάκιον]], [[κλειδοφυλακώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλειδάριθμος]], [[κλειδοκέρας]], [[κλειδοκόκαλο]], <i>κλειδοκυμβαλιστής</i>, [[κλειδοκύμβαλο]], [[κλειδοποιία]], [[κλειδοσάλπιγγα]], [[κλειδόχορδο]]. (Β' συνθετικό) [[κατακλείδα]](-<i>είς</i>)].
}}
{{trml
|trtx====[[clavicle]]===
Afrikaans: sleutelbeen; Arabic: تَرْقُوَة‎; Egyptian Arabic: ترقوة‎; Armenian: անրակ; Old Armenian: անրակ, անդրակ; Assamese: কাচিহাড়; Asturian: clavícula; Aymara: qhiwi ch'aka; Azerbaijani: körpücük sümüyü; Bashkir: умрау, умрау һөйәге; Basque: lepauztai; Bikol Central: baliwang; Breton: ibil-skoaz; Bulgarian: ключица; Burmese: ညှပ်ရို; Catalan: clavícula; Cebuano: balikhaw; Central Melanau: tuleang bagei; Chechen: динбухка; Chinese Mandarin: 鎖骨, 锁骨; Crimean Tatar: köprüçik kemigi; Czech: klíční kost; Danish: kraveben, nøgleben; Dhivehi: ކޮނޑުކަށި‎; Dutch: [[sleutelbeen]]; Erzya: мештеловажа; Esperanto: klaviklo; Estonian: rangluu; Evenki: ороко̄н, комурган, гэмургэн; Faroese: óstbein; Finnish: solisluu; French: [[clavicule]]; Galician: clavícula; Georgian: ლავიწი; German: [[Schlüsselbein]]; Klavikula, Clavicula; Greek: [[κλείδα]]; Ancient Greek: [[κλείς]]; Gujarati: હાંસડી; Hebrew: עצם הבריח‎; Hindi: हंसली; Hungarian: kulcscsont; Iban: tulang banga; Icelandic: viðbein; Ido: klavikulo; Indonesian: tulang selangka, tulang cenak, klavikula; Irish: dealrachán, branra brád, cnámh smiolgadáin; Italian: [[clavicola]]; Japanese: 鎖骨; Javanese: ꦧꦭꦸꦁ​ꦱꦼꦭꦁꦏ; Kalmyk: күңкрг, товчлур; Kazakh: бұғана; Korean: 쇄골, 빗장뼈; Kurdish Northern Kurdish: pirika mil; Latin: [[clavicula]], [[iugulum]]; Macedonian: клучна коска; Malagasy: taolampanavy; Malay: tulang selangka, klavikel, tulang cenak; Manchu: ᠠᠯᠠᠵᠠᠨ; Maori: ā, āhei; Mongolian: эгэм; Navajo: atʼog; Old English: wiþobān; Ossetian: бӕхбӕттӕн; Polish: obojczyk; Portuguese: [[clavícula]]; Romanian: claviculă; Russian: [[ключица]]; Scots: hausebane; Scottish Gaelic: cnàimh an uga; Serbo-Croatian: ključnjača; Slovene: ključnica; Spanish: [[clavícula]]; Swahili: mtulinga; Swedish: nyckelben; Tagalog: balagat; Tamil: காறை எலும்பு; Telugu: జత్రుక, జత్రువు; Thai: กระดูกไหปลาร้า; Turkish: köprücük kemiği; Ukrainian: ключиця; Vietnamese: xương đòn, xương quai xanh; Volapük: klavikul; Waray-Waray: balawak; Welsh: pont ysgwydd
}}
}}