Anonymous

σάκκος: Difference between revisions

From LSJ
10,448 bytes added ,  12 November 2022
m
no edit summary
m (Text replacement - "down" to "down")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sakkos
|Transliteration C=sakkos
|Beta Code=sa/kkos
|Beta Code=sa/kkos
|Definition=or [[σάκος]], ὁ, v. sub fin.:—<br><span class="bld">A</span> [[coarse]] [[cloth]] of [[hair]], especially of goats' hair, σάκκος [[τρίχινος]] Apoc.6.12, cf. [[LXX]] Is.50.3, Si.25.17.<br><span class="bld">II</span> anything made of this [[cloth]]:<br><span class="bld">1</span> [[sack]], [[bag]], Hdt.9.80, Ar.Ach.745, Lys.1209, Gal.2.559,8.672:—as a measure, Ostr.1096, al.<br><span class="bld">2</span> [[sieve]], [[strainer]], esp. for wine, Hippon.57, Poll.6.19; σ. τρίχινοι PHamb.10.39 (ii A.D.).<br><span class="bld">3</span> [[coarse garment]], [[sackcloth]], worn as mourning by the Jews, [[LXX]] Ge.37.34, Ev.Luc.10.13, J.BJ2.12.5, cf. Plu.2.239c.<br><span class="bld">III</span> [[coarse]] [[beard]], like rough [[hair]]-[[cloth]], σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν Ar.Ec.502; cf. [[σακεσφόρος]] ''ΙΙ''.—The form [[σάκος]] is said to be Att., Ael.Dion.Fr.296, Phryn.229, Moer. p.354 P., Thom.Mag. p.344 R., etc.; while [[σάκκος]] is called Dor. by Phryn. [[l.c.]], Hellenic by Moer. and Thom.Mag. ll.cc., Comic by Poll.7.191. In Ar.Ach. 822, Ec.502, [[σάκος]] is required by the metre, as is [[σάκκος]] in Ach. 745 (Megarian), and in Hippon. [[l.c.]]; codd. of Hdt. give [[σάκκος]]. Inscrr. have σάκος IG22.1672.73,74, 108 and [[σάκκος]] ib.198: Papyri have σάκος PCair.Zen.753.27 (iii B.C.), UPZ84.52 (ii B.C.), but oftener σάκκος PSI4.427.1,14 (iii B.C.), PTeb.116.3 (ii B.C.), etc. (Prob. the word, like the thing, was borrowed from Phoenicia, cf. Hebr. [[saq]].)  
|Definition=[[σάκκος]] or [[σάκος]], ὁ, v. sub fin.:—<br><span class="bld">A</span> [[coarse]] [[cloth]] of [[hair]], especially of goats' hair, σάκκος [[τρίχινος]] Apoc.6.12, cf. [[LXX]] Is.50.3, Si.25.17.<br><span class="bld">II</span> anything made of this [[cloth]]:<br><span class="bld">1</span> [[sack]], [[bag]], Hdt.9.80, Ar.Ach.745, Lys.1209, Gal.2.559,8.672:—as a measure, Ostr.1096, al.<br><span class="bld">2</span> [[sieve]], [[strainer]], esp. for wine, Hippon.57, Poll.6.19; σ. τρίχινοι PHamb.10.39 (ii A.D.).<br><span class="bld">3</span> [[coarse garment]], [[sackcloth]], worn as mourning by the Jews, [[LXX]] Ge.37.34, Ev.Luc.10.13, J.BJ2.12.5, cf. Plu.2.239c.<br><span class="bld">III</span> [[coarse]] [[beard]], like [[rough]] [[hair-cloth]], σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν Ar.Ec.502; cf. [[σακεσφόρος]] ''ΙΙ''.—The form [[σάκος]] is said to be Att., Ael.Dion.Fr.296, Phryn.229, Moer. p.354 P., Thom.Mag. p.344 R., etc.; while [[σάκκος]] is called Dor. by Phryn. [[l.c.]], Hellenic by Moer. and Thom.Mag. ll.cc., Comic by Poll.7.191. In Ar.Ach. 822, Ec.502, [[σάκος]] is required by the metre, as is [[σάκκος]] in Ach. 745 (Megarian), and in Hippon. [[l.c.]]; codd. of Hdt. give [[σάκκος]]. Inscrr. have σάκος IG22.1672.73,74, 108 and [[σάκκος]] ib.198: Papyri have σάκος PCair.Zen.753.27 (iii B.C.), UPZ84.52 (ii B.C.), but oftener σάκκος PSI4.427.1,14 (iii B.C.), PTeb.116.3 (ii B.C.), etc. (Prob. the word, like the thing, was borrowed from Phoenicia, cf. Hebr. saq.)  
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>att.</i> [[σάκος]];<br />étoffe grossière de poil de chèvre, <i>d'où</i><br /><b>1</b> manteau grossier;<br /><b>2</b> sac, bourse.<br />'''Étymologie:''' [[σάττω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>att.</i> [[σάκος]];<br />étoffe grossière de poil de chèvre, <i>d'où</i><br /><b>1</b> manteau grossier;<br /><b>2</b> sac, bourse.<br /><b>3</b> vêtement porté en signe de pénitence ou de deuil (NT).<br />'''Étymologie:''' [[σάττω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σάκος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />[[σάκκος]], ΝΜΑ, και αττ. τ. [[σάκος]] Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή [[δέρμα]] ή από [[άλλο]] υλικό [[σήμερα]], ανοιχτή στο [[επάνω]] [[μέρος]], που χρησιμοποιείται για την [[τοποθέτηση]], [[φύλαξη]] και [[μεταφορά]] διαφόρων [[χύμα]] πραγμάτων, [[σακί]], [[τσουβάλι]] (α. «[[χάρτινος]] [[σάκος]]» β. «σάκκους τε ἐπ<br />ἁμαξέων εὕρισκον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) χοντρό τρίχινο ύφασμα και, [[κυρίως]], ύφασμα από [[τρίχα]] κατσίκας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ναυτ.-στρ.) κυλινδρική [[θήκη]] από ανθεκτικό ύφασμα, κατάλληλη για την [[φύλαξη]] και την [[μεταφορά]] του ιματισμού και τών ατομικών ειδών τών ναυτικών και τών στρατιωτών<br /><b>2.</b> [[κοντός]] [[επενδύτης]], [[σακάκι]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> αρχιερατικό άμφιο που φτάνει [[μέχρι]] τα γόνατα και το οποίο έχει [[κοντά]] και πλατιά [[μανίκια]]<br /><b>4.</b> <b>(αλιευτ.)</b> το τελευταίο κλειστό [[τμήμα]] αλιευτικού δικτύου τράτας, το οποίο έχει τις μικρότερες οπές και [[μέσα]] στο οποίο καταφεύγουν και συλλαμβάνονται τα ψάρια<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[περιτύλιγμα]] από [[καραβόπανο]] για τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου, [[έλυτρο]]<br /><b>6.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[περιεχόμενο]] ενός σακιού, ό,τι περιέχεται [[μέσα]] στην [[παραπάνω]] [[θήκη]] («[[δέκα]] σάκοι [[καφέ]]»)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> φαρδύ γυναικείο [[ένδυμα]], [[φόρεμα]] σε [[ίσια]] [[γραμμή]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ταχυδρομικός]] [[σάκος]]» — [[σάκος]] χρησιμοποιούμενος για την [[μεταφορά]] επιστολών και ταχυδρομικών δεμάτων β) «[[χειρουργικός]] [[σάκος]]» — ειδική [[θήκη]], χρησιμοποιούμενη [[κυρίως]] στον στρατό, η οποία περιέχει διάφορα φάρμακα, επιδέσμους και εργαλεία απαραίτητα για την [[παροχή]] τών πρώτων βοηθειών γ) «θα σού δείξω πόσα απίδια βάζει [ή παίρνει] ο [[σάκος]]» — λέγεται ως [[απειλή]] σε κάποιον για να συνετιστεί<br />β) «[[κηλικός]] [[σάκος]]»<br /><b>ιατρ.</b> ορογόνο [[περίβλημα]], αποτελούμενο από [[περιτόναιο]], που περιβάλλει το [[περιεχόμενο]] κήλης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[επενδύτης]] τών πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως [[κατά]] την [[διάρκεια]] τών μεγάλων μόνον εορτών, δηλ. του [[Πάσχα]], της Πεντηκοστής και τών Χριστουγέννων, το οποίο αργότερα έγινε το διακριτικό τους άμφιο, ενώ [[κατά]] τον 11ο αιώνα παρόμοιο επενδύτη φορούσαν διακεκριμένοι μητροπολίτες και από την [[εποχή]] της τουρκοκρατίας τον χρησιμοποίησαν όλοι οι επίσκοποι αντικαθιστώντας με αυτόν το [[πολυσταύριο]] ή το φελάνιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]] [[κόσκινο]], [[στραγγιστήρι]], [[σουρωτήρι]], [[ιδίως]] για το [[κρασί]]<br /><b>2.</b> τραχύ [[ένδυμα]] το οποίο φορούσαν οι Ιουδαίοι όταν πενθούσαν<br /><b>3.</b> [[είδος]] μέτρου<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (στην [[κωμωδία]]) [[μακριά]] τραχιά [[γενειάδα]] σαν τρίχινο ύφασμα («σάκον πρὸς ταῑν γνάθοιν ἔχειν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής, πιθ. φοινικικής, προέλευσης (<b>πρβλ.</b> ακκαδικό <i>šaqqu</i>, εβρ. <i>šaq</i>). Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] η [[άποψη]] ότι πρόκειται για λ. μεσογειακή με ευρεία [[διάδοση]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>saccus</i>) και στην [[συνέχεια]] οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ., γαλλ., ρουμ. <i>sac</i>, γερμ. <i>Sack</i> <b>κ.ά.</b>)].<br /> <b>(II)</b><br />-ους και -εος και ιων. τ. γεν. σάκευς, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] κοίλης ασπίδας η οποία πολλές φορές χρησίμευε και ως [[αγγείο]] υποδοχής υγρού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπεράσπιση]], [[προστασία]] («[[βωμός]], ἄρρηκτον [[σάκος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκή λ. για την [[ασπίδα]], η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>twakos</i> «[[δέρμα]]» (το συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>tw</i>- έδωσε στην Ελληνική <i>σ</i>-) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>tvac</i>- «[[δέρμα]]» και με το χεττιτικό <i>tuekka</i>- «[[σώμα]]» (με φωνηεντισμό -<i>ε</i>-, ο [[οποίος]] αποτελεί πιθ. την αρχική [[μορφή]] φωνηεντισμού της λ.). Η λ. [[σάκος]] χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την [[μεγάλη]] μυκηναϊκή [[ασπίδα]], που προστάτευε [[ολόκληρο]] το [[σώμα]] του πολεμιστή, όπως λ.χ. για την [[ασπίδα]] του Αχιλλέως ή του Αίαντος, και διακρινόταν από την λ. [[ἀσπίς]], η οποία, όμως, τήν αντικατέστησε αρκετά [[νωρίς]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 49: Line 49:
|sngr='''原文音譯''':s£kkoj 沙克可士<br />'''詞類次數''':名詞(4)<br />'''原文字根''':麻布 相當於: ([[שַׂק]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':麻布,粗麻布,披麻,麻,布;源自希伯來文([[שַׂק]]&#x200E;)=麻布),而 ([[שַׂק]]&#x200E;)又出自([[שֹׁוקֵק]]&#x200E; / [[שָׁקַק]]&#x200E;)=運行)。披麻蒙灰,乃是人自卑的行為,表示悔改( 太11:21)<br />'''出現次數''':總共(4);太(1);路(1);啓(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 粗麻布衣(1) 啓11:3;<br />2) 布(1) 啓6:12;<br />3) 麻(1) 路10:13;<br />4) 披麻(1) 太11:21
|sngr='''原文音譯''':s£kkoj 沙克可士<br />'''詞類次數''':名詞(4)<br />'''原文字根''':麻布 相當於: ([[שַׂק]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':麻布,粗麻布,披麻,麻,布;源自希伯來文([[שַׂק]]&#x200E;)=麻布),而 ([[שַׂק]]&#x200E;)又出自([[שֹׁוקֵק]]&#x200E; / [[שָׁקַק]]&#x200E;)=運行)。披麻蒙灰,乃是人自卑的行為,表示悔改( 太11:21)<br />'''出現次數''':總共(4);太(1);路(1);啓(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 粗麻布衣(1) 啓11:3;<br />2) 布(1) 啓6:12;<br />3) 麻(1) 路10:13;<br />4) 披麻(1) 太11:21
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{trml
|woodrun=[[bag]]
|trtx====[[bag]]===
}}
Albanian: thes,çantë; Amharic: ቦርሳ, ጁኒያ; Arabic: حَقِيبَة‎, جَيْب‎, كِيس‎; Egyptian Arabic: كيس‎; Gulf Arabic: جنطة‎; Hijazi Arabic: شَنْطَة‎, كيس‎; Moroccan Arabic: خنشة‎; Armenian: պայուսակ, տոպրակ, պարկ; Assamese: মোনা, টোপোলা, জোলোঙা; Azerbaijani: çanta; Bashkir: тоҡ, тоҡсай; Basque: poltsa; Belarusian: сумка, мяшок, торба; Bengali: ব্যাগ; Bulgarian: торба, чанта, чувал, плик; Burmese: အိတ်; Catalan: bossa; Cherokee: ᏕᎦᎵᏗ; Chichewa: thumba; Chinese Cantonese: 袋; Dungan: бозы; Mandarin: 包, 袋; Cornish: sagh; Czech: taška, pytel; Danish: bærepose, sæk, taske; Dutch: [[zak]], [[tas]]; Dzongkha: ཕད་ཅུང; East Malay: uncaŋ; Esperanto: sako; Estonian: kott; Fijian: kato, beki, taga; Finnish: kassi, laukku, pussi, säkki; French: [[sac]], [[poche]], [[cornet]]; Friulian: sac; Galician: motela, boria, argán, buzaca, taleiga, barxoleta, bisallo, bulsa, faldriqueira, falchoca; Georgian: ტომარა; German: [[Beutel]], [[Tasche]], [[Sack]]; Gothic: 𐌱𐌰𐌻𐌲𐍃; Greek: [[σακούλα]], [[σάκος]]; Ancient Greek: [[θύλακος]], [[πήρα]], [[σάκκος]], [[σάκος]]; Gujarati: થેલી; Haitian Creole: sak, sachè; Hausa: jaka; Hebrew: תִּיק‎; Hindi: बैग, खीसा, झोला; Hungarian: táska, zsák, szatyor, tasak; Icelandic: poki; Ido: sako; Indonesian: tas; Irish: mála; Italian: [[sacco]], [[busta]]; Japanese: 袋, バッグ; Kabuverdianu: bolsa; Kazakh: сумка, сөмке, дорба; Khmer: កប៉ៅ; Korean: 가방, 봉지(封紙), 봉투(封套), 자루; Kyrgyz: сумка, мүшөк; Ladino: bolsa, chanta, ibé, sako, torba; Lao: ກະເປົາ, ຖົງ; Latin: [[follis]], [[saccus]]; Latvian: soma, maiss; Lezgi: чанта; Limburgish: tuut, zak; Lithuanian: krepšys; Malagasy: kitabo; Malay: beg; Malayalam: സഞ്ചി; Manchu: ᡶᡠᠯᡥᡡ, ᡶᠠᡩᡠ; Mbyá Guaraní: voxa; Middle English: bagge, male; Mizo: ip, ịp; Mongolian Cyrillic: уут, шуудай, тор; Nepali: झोला, थैलो, ब्याग; Norman: puk, pouque; Norwegian Bokmål: veske; Nynorsk: veske; Ojibwe: mashkimod; Old English: codd; Oromo: korojoo; Ossetian: голлаг; Pashto: تېله‎; Persian: کیسه‎, کیف‎, ساک‎; Plautdietsch: Sak; Polish: torba, torebka, worek; Portuguese: [[sacola]], [[saco]]; Romagnol: sac; Romani: gono; Romanian: pungă, sac; Russian: [[сумка]], [[мешок]], [[пакет]], [[торба]]; Scottish Gaelic: màileid, baga, poca, màla; Serbo-Croatian Cyrillic: торба; Roman: tórba; Slovak: taška, vrece, vrecko; Slovene: torba; Somali: kiish; Sorbian Lower Sorbian: měch; Spanish: [[bolsa]], [[saco]], [[cartucho]], [[funda]], [[jaba]], [[talego]]; Swahili: mfuko; Swedish: väska, säck, kasse; Tagalog: supot, bulsa, bag; Tajik: сумка, киф, халта; Tamil: பை; Tatar: торба; Tedim Chin: ip; Thai: ถุง, กระเป๋า; Tibetan: ལྟོ་ཕད, སྣོད་ཕད; Tocharian B: ṣorpor; Tok Pisin: bek; Turkish: çanta, poşet, paket, torba; Turkmen: bukja, sumka, torba; Turoyo: ܫ̰ܰܢܛܰܐ‎‎; Ukrainian: сумка, мішок, торба, чувал; Urdu: بیگ‎; Uyghur: خالتا‎, قاپ‎, سومكا‎; Uzbek: sumka, qopcha, xalta; Venetian: spòrta; Vietnamese: bao, túi; Vilamovian: zak; Walloon: saetch, saetchot; Welsh: cwdyn, bag; West Frisian: pûde; White Hmong: hnab; Zazaki: heqibe, torbe; Zhuang: suek, duk; Zou: ip
{{ntsuppl
|ntstxt=vêtement porté en signe de pénitence ou de deuil
}}
}}