Anonymous

διΐημι: Difference between revisions

From LSJ
1,170 bytes added ,  24 November 2022
m
pape replacement
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διΐημι:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ῆκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διέρχομαι]] ή [[διαπερνώ]] ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· επίσης με [[διπλή]] αιτ., <i>λόγχην δ. στέρνα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιτρέπω]] τη [[διέλευση]] ανθρώπων μέσα σε μια [[χώρα]], τους [[αφήνω]] να περάσουν, σε Ξεν., Δημ.· με γεν., <i>ξυμφορὰς τοῦ σοῦ διῆκας στόματος</i>, τις άφησες να περάσουν μέσα από το [[στόμα]] [[σου]], τους έδωσες [[έκφραση]], τις διατύπωσες, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[στέλνω]] [[χωριστά]], [[απολύω]], [[αποπέμπω]], [[διαλύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αποσυνθέτω]] — στη Μέσ., [[διέμενος]] ὄξει, έχοντας διαλύσει, αναμείξει αυτό με [[ξίδι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''διΐημι:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ῆκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διέρχομαι]] ή [[διαπερνώ]] ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· επίσης με [[διπλή]] αιτ., <i>λόγχην δ. στέρνα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιτρέπω]] τη [[διέλευση]] ανθρώπων μέσα σε μια [[χώρα]], τους [[αφήνω]] να περάσουν, σε Ξεν., Δημ.· με γεν., <i>ξυμφορὰς τοῦ σοῦ διῆκας στόματος</i>, τις άφησες να περάσουν μέσα από το [[στόμα]] [[σου]], τους έδωσες [[έκφραση]], τις διατύπωσες, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[στέλνω]] [[χωριστά]], [[απολύω]], [[αποπέμπω]], [[διαλύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αποσυνθέτω]] — στη Μέσ., [[διέμενος]] ὄξει, έχοντας διαλύσει, αναμείξει αυτό με [[ξίδι]], σε Αριστοφ.
}}
{{pape
|ptext=([[ἵημι]]),<br><b class="num">1</b> <i>durchschicken, [[durchlassen]]</i>; τὸ [[στράτευμα]] διὰ τῆς χώρας Xen. <i>Hell</i>. 2.4.28; vgl. <i>An</i>. 5.4.2, wo διήσοιεν richtigere Lesart für διοίσοιεν ist, d.i. den [[Durchgang]] [[gestatten]], wie Dem. 18.146; Pol. 22.26.2; [[ξίφος]] λαιμῶν διῆκε, <i>stieß [[hindurch]]</i>, Eur. <i>Phoen</i>. 1099; in tmesi, διὰ δ' ἧκε σιδήρου, <i>schoß [[hindurch]], Od</i>. 21.328, 24.177. übertragen, τοῦ στόματος φόνους, d.i. <i>[[erwähnen]]</i>, Soph. <i>O.C</i>. 963.<br><b class="num">2</b> <i>[[auseinander]] [[gehen]] [[lassen]]</i>; [[στράτευμα]] Xen. <i>Hell</i>. 3.2.29, und [[öfter]]; [[διειμένος]], <i>[[entlassen]], [[fortgeschickt]]</i>, Plut. <i>Demetr</i>. 39; dah. = <i>[[erweichen]], [[zerlassen]]</i> in, ὄξει Ar. <i>Pl</i>. 720; τρῖμμ' [[εὐρύθμως]] διειμένον ὄξει Alexis Ath. IV.170c; ἐλαίῳ Arist. <i>H.A</i>. 8.3, wie ἐλαδίῳ [[διείς]] Sotad. Ath. VII.293 (v. 27); oft bei Ärzten; vgl. Phryn. p. 27 und Lobeck dazu.
}}
}}