Anonymous

οἶκτος: Difference between revisions

From LSJ
1,073 bytes added ,  24 November 2022
m
pape replacement
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 36: Line 36:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[λύπη]], συμπόνια). Ἀπό τό [[ἐπιφώνημα]] λύπης οἴ (=ἄχ) μέ ἐπέκταση [[ἑνός]] γ → οιγ-τος → [[οἶκτος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[οἰκτείρω]] -[[οἰκτίρω]], [[οἰκτίζω]], [[οἰκτικός]], [[οἴκτισμα]] (=[[πένθος]]), [[οἰκτισμός]] (=[[θρῆνος]]), [[οἴκτιστος]] (ὑπερθ. του [[οἰκτρός]]), [[οἰκτρός]], [[οἰκτρότης]], ἀνοικτίστως (=[[χωρίς]] οἶκτο), οἰκτρογόος, -ον ([[γόος]]) (=αὐτός πού δηλώνει οἰκτρό θρῆνο), [[οἰκτροχοέω]] ([[χέω]]), (=λέω θλιβερό τραγούδι).
|mantxt=(=[[λύπη]], συμπόνια). Ἀπό τό [[ἐπιφώνημα]] λύπης οἴ (=ἄχ) μέ ἐπέκταση [[ἑνός]] γ → οιγ-τος → [[οἶκτος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[οἰκτείρω]] -[[οἰκτίρω]], [[οἰκτίζω]], [[οἰκτικός]], [[οἴκτισμα]] (=[[πένθος]]), [[οἰκτισμός]] (=[[θρῆνος]]), [[οἴκτιστος]] (ὑπερθ. του [[οἰκτρός]]), [[οἰκτρός]], [[οἰκτρότης]], ἀνοικτίστως (=[[χωρίς]] οἶκτο), οἰκτρογόος, -ον ([[γόος]]) (=αὐτός πού δηλώνει οἰκτρό θρῆνο), [[οἰκτροχοέω]] ([[χέω]]), (=λέω θλιβερό τραγούδι).
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Mitleid]], Mitleidsäußerung</i>; [[οἶκτος]] δ' [[ἕλε]] λαὸν ἅπαντα, <i>Od</i>. 2.81, 24.438; [[οἶκτος]] δ' οὔτις ἦν διὰ [[στόμα]], Aesch. <i>Spt</i>. 51; <i>[[Seufzen]], Ch</i>. 405; οἶκτον οἰκτρὸν [[ἀΐων]], <i>Suppl</i>. 57; ἐμοὶ μὲν [[οἶκτος]] δεινὸς ἐμπέπτωκε, <i>mich hat [[Mitleid]] [[ergriffen]]</i>, Soph. <i>Phil</i>. 953; auch ἐμοὶ γὰρ [[οἶκτος]] δεινὸς εἰσέβη, <i>[[Trach]]</i>. 297; [[öfter]] οἶκτον ἔχειν, z.B. <i>Aj</i>. 521; oft bei Eur., auch im plur., οἴκτων λήγετε, <i>Phoen</i>. 1578, οὓς οἰκτίζῃ [[ἄϊον]] οἴκτους, <i>[[Troad]]</i>. 156; und in [[Prosa]], καὶ [[ἀντιβόλησις]] Plat. <i>Apol</i>. 37a, dem [[ὀδυρμός]] [[entsprechend]] <i>Rep</i>. III.387d, im plur.; Sp.; bei Agath. 4 (V.216) der [[ἀγηνορίη]] entgeggstzt; ὁ πρὸς τοὺς δεομένους [[οἶκτος]] Luc. <i>Tim</i>. 8.
}}
}}