Anonymous

κράνος: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κράνος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ κάρα?, κέρας?] helm.
|elnltext=κράνος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ κάρα?, κέρας?] helm.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 39: Line 39:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[περικεφαλαία]]). Ἀπό τό [[κάρα]] (=κεφάλι). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[κρανίον]]. Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό [[κραναός]] (=[[σκληρός]]).
|mantxt=(=[[περικεφαλαία]]). Ἀπό τό [[κάρα]] (=κεφάλι). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[κρανίον]]. Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό [[κραναός]] (=[[σκληρός]]).
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> τό ([[κρᾶνον]]), <i>der Helm</i>; εὔχαλκον Aesch. <i>Spt</i>. 459; χρυσεότυπον Eur. <i>El</i>. 470; Ar. <i>Ach</i>. 584 und [[öfter]]; χάλκεα Her. 7.63; Xen., Plut. und andere Spätere, die es auch [[allgemeiner]] für »[[Decke]]« [[gebrauchen]].<br /><b class="num">2</b> ὁ und ἡ, [[spätere]] Form für [[κράνον]], [[κράνεια]].
}}
}}