Anonymous

κρατύνω: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κρατύνω, ep. καρτύνω [κρατύς] sterk maken:; ἐπείτε ἐκράτυνε ἑωυτὸν τῇ τυραννίδι toen hij zijn positie door de alleenheerschappij sterk had gemaakt Hdt. 1.100.1; versterken:; τείχη κ. de muren versterken Thuc. 3.18.1; med.:; ὀστέα κρατύνεται de botten herkrijgen hun sterkte Hp. Fract. 7; overdr.: bekrachtigen:. ἐκρατύνθη ἐκ τοῦ ἐν Δελφοῖσι χρηστηρίου door het orakel in Delphi werd het bekrachtigd Hdt. 1.13.1. heersen over:; πτόλιν κ. over de stad heersen Aeschl. Suppl. 699; met gen.: ὦ κρατύνων Οἰδίπους χώρας ἐμῆς Oedipus, heerser van mijn land Soph. OT 14. meester zijn over, met gen.:; τῶν δ’ ὅπλων κείνων ἀνὴρ ἄλλος κρατύνει νῦν een andere man is nu meester over die wapens Soph. Ph. 366; bezitten, met acc.: βασιληίδα τιμάν... κρατύνεις gij bezit koninklijke waardigheid Eur. Hipp. 1281.
|elnltext=κρατύνω, ep. καρτύνω [κρατύς] sterk maken:; ἐπείτε ἐκράτυνε ἑωυτὸν τῇ τυραννίδι toen hij zijn positie door de alleenheerschappij sterk had gemaakt Hdt. 1.100.1; versterken:; τείχη κ. de muren versterken Thuc. 3.18.1; med.:; ὀστέα κρατύνεται de botten herkrijgen hun sterkte Hp. Fract. 7; overdr.: bekrachtigen:. ἐκρατύνθη ἐκ τοῦ ἐν Δελφοῖσι χρηστηρίου door het orakel in Delphi werd het bekrachtigd Hdt. 1.13.1. heersen over:; πτόλιν κ. over de stad heersen Aeschl. Suppl. 699; met gen.: ὦ κρατύνων Οἰδίπους χώρας ἐμῆς Oedipus, heerser van mijn land Soph. OT 14. meester zijn over, met gen.:; τῶν δ’ ὅπλων κείνων ἀνὴρ ἄλλος κρατύνει νῦν een andere man is nu meester over die wapens Soph. Ph. 366; bezitten, met acc.: βασιληίδα τιμάν... κρατύνεις gij bezit koninklijke waardigheid Eur. Hipp. 1281.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰτύνω:''' <i>[ῡ]</i>, Επικ. καρτ-, μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, ([[κράτος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ενισχύω]], [[ισχυροποιώ]], σε Ηρόδ., Θουκ. — Μέσ. <i>ἐκαρτύναντο [[φάλαγγας]]</i>, ενίσχυσαν, ενδυνάμωσαν τις τάξεις τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, στον Θουκ. — Παθ., ενισχύομαι, [[γίνομαι]] [[ισχυρός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκληραίνω]], <i>τοὺς [[πόδας]]</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κρατέω]], [[κυβερνώ]], [[εξουσιάζω]], με γεν., σε Σοφ., Ευρ.· επίσης με αιτ., σε Αισχύλ.· απόλ., στον ίδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[γίνομαι]] [[κυρίαρχος]], [[αποκτώ]] την [[κατοχή]], με γεν., σε Σοφ.· με αιτ., <i>βασιληΐδα τιμὰνκρ</i>., έχω, [[εξασκώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> <i>καρτύνειν βέλεα</i>, [[χειρίζομαι]] ή τα [[ρίχνω]] με [[δύναμη]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''κρᾰτύνω:''' <i>[ῡ]</i>, Επικ. καρτ-, μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, ([[κράτος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ενισχύω]], [[ισχυροποιώ]], σε Ηρόδ., Θουκ. — Μέσ. <i>ἐκαρτύναντο [[φάλαγγας]]</i>, ενίσχυσαν, ενδυνάμωσαν τις τάξεις τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, στον Θουκ. — Παθ., ενισχύομαι, [[γίνομαι]] [[ισχυρός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκληραίνω]], <i>τοὺς [[πόδας]]</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κρατέω]], [[κυβερνώ]], [[εξουσιάζω]], με γεν., σε Σοφ., Ευρ.· επίσης με αιτ., σε Αισχύλ.· απόλ., στον ίδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[γίνομαι]] [[κυρίαρχος]], [[αποκτώ]] την [[κατοχή]], με γεν., σε Σοφ.· με αιτ., <i>βασιληΐδα τιμὰνκρ</i>., έχω, [[εξασκώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> <i>καρτύνειν βέλεα</i>, [[χειρίζομαι]] ή τα [[ρίχνω]] με [[δύναμη]], σε Πίνδ.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 33:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=δυναμώνω). Ἀπό τό [[κρατύς]] (=[[δυνατός]]) πού παράγεται ἀπό τό [[κράτος]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] κρατῶ.
|mantxt=(=δυναμώνω). Ἀπό τό [[κρατύς]] (=[[δυνατός]]) πού παράγεται ἀπό τό [[κράτος]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] κρατῶ.
}}
{{pape
|ptext=ep. [[καρτύνω]] (s. [[oben]]),<br><b class="num">1</b> <i>[[stärken]], [[kräftigen]], [[befestigen]]</i>; τὰς Συρακούσας Her. 7.156; κρατύνειν αὐτὸν δορυφόροισι 1.98; ἐκράτυνε ἑωυτὸν τῇ τυραννίδι 100; pass., ἔσχε τὴν βασιληΐην καὶ ἐκρατύνθη 1.13; πόλιν, durch [[Mauern]] [[befestigen]], Thuc. 1.69; τὰ τείχη 3.18; med., <i>für sich [[befestigen]]</i>, τὰς οἰκίας 4.114; Sp., τὰς μὲν πόλεις ἐκρατύνετο φρουραῖς Plut. <i>Demetr</i>. 33; τὴν [[ἀρχήν]] Dion 3; so gew. bei den Späteren κρατύνεσθαι ἐπί τινι, [[worauf]] fußen.<br><b class="num">2</b> wie [[κρατέω]], <i>[[Gewalt]] haben, [[herrschen]]</i>; [[Ζεύς|Ζεὺς]] δ' ἰδίοις νόμοις κρατύνων, Aesch. <i>Prom</i>. 402, [[öfter]]; ὦ κρατύνων, Zeus, Soph. <i>O.R</i>. 903; c. acc., <i>[[beherrschen]]</i>, κρατύνεις βωμὸν ἑστίαν χθονός Aesch. <i>Suppl</i>. 372; τὸ δήμιον, τὸ πτόλιν κρατύνει 699; [[Ζεύς]], ὃς ἐφορᾷ πάντα καὶ κρατύνει Soph. <i>El</i>. 170; – c. gen., ὦ κρατύνων [[Οἰδίπους]] χώρας ἐμῆς <i>O.R</i>. 14, vgl. <i>Phil</i>. 366, wie Eur. <i>[[Bacch]]</i>. 659.
}}
}}