Anonymous

ὑποτρέχω: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (pape replacement)
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποτρέχω:''' μέλ. <i>-θρέξομαι</i> και <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>· ποιητ. παρακ. -[[δέδρομα]]·<br /><b class="num">I.</b> [[τρέχω]] [[κάτω]] από, ὑπέδραμε καὶ [[λάβε]] [[γούνων]], έτρεξε [[κάτω]] από το [[ξίφος]] και σκύβοντας σφιχταγκάλιασε τα γόνατά του, σε Ομήρ. Οδ.· ὑπὸ τοὺς [[πόδας]] τοῦ ἵππου ὑπέδραμε [[κύων]], σε Ηρόδ.· απ' όπου, [[τρέχω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> απλώνομαι ή εκτείνομαι από [[κάτω]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[εισέρχομαι]] τρέχοντας [[μεταξύ]], [[διακόπτω]], παρεμβάλλομαι, σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> χώνομαι [[κρυφά]], δόλια στην [[εύνοια]] κάποιου, [[κολακεύω]] ή [[απατώ]], σε Ευρ., Πλάτ.
|lsmtext='''ὑποτρέχω:''' μέλ. <i>-θρέξομαι</i> και <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>· ποιητ. παρακ. -[[δέδρομα]]·<br /><b class="num">I.</b> [[τρέχω]] [[κάτω]] από, ὑπέδραμε καὶ [[λάβε]] [[γούνων]], έτρεξε [[κάτω]] από το [[ξίφος]] και σκύβοντας σφιχταγκάλιασε τα γόνατά του, σε Ομήρ. Οδ.· ὑπὸ τοὺς [[πόδας]] τοῦ ἵππου ὑπέδραμε [[κύων]], σε Ηρόδ.· απ' όπου, [[τρέχω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> απλώνομαι ή εκτείνομαι από [[κάτω]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[εισέρχομαι]] τρέχοντας [[μεταξύ]], [[διακόπτω]], παρεμβάλλομαι, σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> χώνομαι [[κρυφά]], δόλια στην [[εύνοια]] κάποιου, [[κολακεύω]] ή [[απατώ]], σε Ευρ., Πλάτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 39: Line 39:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':Øpotršcw 虛坡-特雷何<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':在下-跑<br />'''字義溯源''':沿著⋯跑,藉(風)駛進,貼著⋯奔行;由([[ὑπό]])*=被)與([[τρέχω]])*=跑)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 貼著⋯奔行(1) 徒27:16
|sngr='''原文音譯''':Øpotršcw 虛坡-特雷何<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':在下-跑<br />'''字義溯源''':沿著⋯跑,藉(風)駛進,貼著⋯奔行;由([[ὑπό]])*=被)與([[τρέχω]])*=跑)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 貼著⋯奔行(1) 徒27:16
}}
{{pape
|ptext=([[τρέχω]]),<br><b class="num">1</b> <i>[[herab]]-, [[hinunterlaufen]], [[darunterlaufen]], [[entgegenlaufen]]</i>; ὑπέδραμε καὶ [[λάβε]] [[γούνων]], <i>er lief an ihn [[heran]], warf sich an ihm [[nieder]] und [[umfaßte]] seine Knie, Il</i>. 21.68; <i>Od</i>. 10.323; [[ὑποδραμεῖν]] ὑπὸ φορὰν ἀκοντίου Antiph. 3 β 4; – <i>[[darunter]] [[hinlaufen]], sich [[darunter]] hinerstrecken</i>, ὑποδέδρομεβῆσσα <i>H.h. [[Apoll]]</i>. 284; – <i>[[unterlaufen]], [[zuvorlaufen]] und [[einfangen]]</i>, τινά, Xen. <i>Cyr</i>. 1.2.12.<br><b class="num">2</b> <i>sich [[heimlich]] bei Einem [[einschleichen]]</i>, τινί; dah. auch <i>Einem in den Sinn [[kommen]], [[beifallen]], [[einfallen]]</i>, ὑπέδραμέ τις [[ἔννοια]] καὶ [[πιθανότης]] τοῖς ἀνθρώποις ὡς ἀπολωλότος τοῦ Ἀττάλου Pol. 16.6.10, vgl. 8.33.12; auch [[ἔλεος]] ὑποτρέχει [[μοι]], <i>[[Mitleid]] überkommt, beschleicht mich</i>, 9.10.7; ἀπελπισμὸς ὑπέδραμε τοὺς ἀνθρώπους 31.8.11, vgl. 14.12.5. Dah. wie [[ὑπέρχομαι]], <i>sich bei Einem einschmeicheln, ihn zu [[gewinnen]] [[suchen]]</i>, ὑποτρέχων σε θωπείᾳ Eur. <i>Or</i>. 669; ὃς ἂν χαρίζηται ὑποτρέχων Plat. <i>Rep</i>. IV.426c; θωπείαις ὑποδραμών <i>Legg</i>. XI.923c; Aesch. 3.162; τὸν δῆμον Plut. <i>Aem</i>. 2.
}}
}}