Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυλιστός: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κυλιστός]], -ή, -όν) [[κυλίνδω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] να κυλιέται, [[κατάλληλος]] στο [[κύλισμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που μεταφέρθηκε με [[κύλισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[στεφάνι]]) αυτός που έχει πλεχτεί κυκλικά<br /><b>2.</b> [[δέσμη]], [[μπόγος]] ρούχων<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κυλιστός]]<br /><b>πάπ.</b> [[ρολό]] παπύρου, [[μεγάλη]] [[επιστολή]] σε πάπυρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυλιστά</i><br />με [[κύλισμα]], κυλώντας.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κυλιστός]], -ή, -όν) [[κυλίνδω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] να κυλιέται, [[κατάλληλος]] στο [[κύλισμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που μεταφέρθηκε με [[κύλισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[στεφάνι]]) αυτός που έχει πλεχτεί κυκλικά<br /><b>2.</b> [[δέσμη]], [[μπόγος]] ρούχων<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κυλιστός]]<br /><b>πάπ.</b> [[ρολό]] παπύρου, [[μεγάλη]] [[επιστολή]] σε πάπυρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυλιστά</i><br />με [[κύλισμα]], κυλώντας.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[gewälzt]]</i>; στέφανοι, große [[Kränze]], so fest [[gewunden]], daß man sie [[fortrollen]] kann, comic. bei Ath. XV.678e und II.49f. Vgl. [[ἐκκυλίω]].
}}
}}